συμπολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπολιορκέω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
|lstext='''συμπολιορκέω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />assiéger ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πολιορκέω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπολιορκέω Medium diacritics: συμπολιορκέω Low diacritics: συμπολιορκέω Capitals: ΣΥΜΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: sympoliorkéō Transliteration B: sympoliorkeō Transliteration C: sympoliorkeo Beta Code: sumpoliorke/w

English (LSJ)

   A join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc. :—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.