δύσχρηστος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19. | |lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d’un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l’usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (χράομαι)
A hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ . . δ. X.Cyr.3.3.26; intractable, κύνες Id.Cyn.3.11; of troops, Plb.4.11.8 (Sup.); δ. ἐξουσία hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. -τως, διακεῖσθαι to be in difficulties, unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops, ἀπαλλάττειν Id.4.64.7; δ. ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.
German (Pape)
[Seite 691] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, στράτευμα Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; ἵππος, schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχρηστος: ον (χράομαι)· - δύσκολος πρὸς χρήσιν, δύσκολος, δυσχερής, σχεδόν ἀνωφελής, ἀντίθ. εὔχρηστος, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν δύσκολος ἡ χρῆσις ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. ἐξουσία, ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις καλῶς, Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως διάκειμαι, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 embarrassant, peu commode;
2 difficile à manier, rétif, ombrageux, d’un commerce difficile ; en parl. de choses dont l’usage est difficile ou délicat.
Étymologie: δυσ-, χράομαι.