χυτρεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χυτρεύς''': έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α. | |lstext='''χυτρεύς''': έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />potier.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρα]], [[χύτρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A potter, Pl.R.421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.