3,274,313
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκλαυτος''': ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]], ὃν ἔχει ὁ [[Ὅμηρος]], [[ἴσως]] δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: ([[κλαίω]]): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως [[ἄνευ]] τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ [[ἄκλαυτος]], ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· [[μετὰ]] γεν. φίλων [[ἄκλαυτος]], Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ [[Θέτις]] λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί. | |lstext='''ἄκλαυτος''': ἢ ἄκλαυστος, ον, ὁ πρῶτος [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]], ὃν ἔχει ὁ [[Ὅμηρος]], [[ἴσως]] δὲ καὶ οἱ Τραγικοί: ([[κλαίω]]): Ι. παθ., ὁ μὴ κλαυθείς, ἰδίως [[ἄνευ]] τοῦ ἐπικηδείου θρήνου, Ἰλ. Χ. 386, Ὀδ. Λ. 54, Σόλων 21· ὤλετ’ [[ἄκλαυτος]], ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· [[μετὰ]] γεν. φίλων [[ἄκλαυτος]], Σοφ. Ἀντ. 847. ― Ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1235 ἡ [[Θέτις]] λέγει, ἐγὼ γὰρ ἢν ἄκλαυτ’ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα ..., ὅ ἐ. τέκνα μὴ ὑποκείμενα εἰς θάνατον. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κλαίων, μὴ δακρύων, οὐδὲ σέ φημι δήν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, Ὀδ. Δ. 494, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 696, Εὐρ. Ἄλκ. 173. ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 912 = χαίρων, ἀφόβως, νηποινεί. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>mieux que</i> [[ἄκλαυστος]];<br /><b>1</b> non pleuré : [[ἄκλαυτος]] φίλων SOPH non pleurée par mes amis;<br /><b>2</b> qui n’a pas pleuré <i>ou</i> ne pleure pas ; <i>particul.</i> qui ne pleure pas (<i>parce qu’il échappe au châtiment</i>), sans avoir lieu de s’en repentir, impuni.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κλαίω]]. | |||
}} | }} |