ἀμπλάκημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπλάκημα''': τό, [[πλάνη]], [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. [[λέξις]], ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - [[ὡσαύτως]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.
|lstext='''ἀμπλάκημα''': τό, [[πλάνη]], [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. [[λέξις]], ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - [[ὡσαύτως]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀμπλακία]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 129] τό, Vergehen, Fehler, Tragg., Aesch. Pr. 112; Eum. 894, wo Herm. ἀπλ. lesen will; uno sonst; Soph. Ant. 51 im plur.; Eur. Phoen. 23; auch Lyc. bei Plut. apoph. Lac. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλάκημα: τό, πλάνη, σφάλμα, ἁμάρτημα, Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. λέξις, ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - ὡσαύτως χάριν τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἀμπλακία.