ἀπαλγέω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλγέω''': παύομαι τοῦ ἀλγεῖν, ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι, παυσαμένους ἀλγεῖν κτλ., Θουκ. 2. 61· ἀπ. τὸ [[πένθος]], ἀφίνω τὴν λύπην, Πλουτ. Κλεομ. 22. ὡς τὸ [[ἀπολοφύρομαι]]. ΙΙ. ἐν γένει εἶμαι [[ἀπαθής]], [[ἀδιάφορος]], ἀναισθήτως ἔχω [[πρός]] τι, ἀπαλγοῦντες ταῖς ἐλπίσιν Πολύβ. 9. 40, 4· πρὸς ἐλπίδα Δίων Κ. 48. 37: ἀπολ., Πολύβ. 1. 35, 5, κτλ.
|lstext='''ἀπαλγέω''': παύομαι τοῦ ἀλγεῖν, ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι, παυσαμένους ἀλγεῖν κτλ., Θουκ. 2. 61· ἀπ. τὸ [[πένθος]], ἀφίνω τὴν λύπην, Πλουτ. Κλεομ. 22. ὡς τὸ [[ἀπολοφύρομαι]]. ΙΙ. ἐν γένει εἶμαι [[ἀπαθής]], [[ἀδιάφορος]], ἀναισθήτως ἔχω [[πρός]] τι, ἀπαλγοῦντες ταῖς ἐλπίσιν Πολύβ. 9. 40, 4· πρὸς ἐλπίδα Δίων Κ. 48. 37: ἀπολ., Πολύβ. 1. 35, 5, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαλγήσω, <i>ao.</i> ἀπήλγησα, <i>pf.</i> ἀπήλγηκα;<br /><b>1</b> se consoler de, acc.;<br /><b>2</b> devenir insensible à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλγέω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλγέω Medium diacritics: ἀπαλγέω Low diacritics: απαλγέω Capitals: ΑΠΑΛΓΕΩ
Transliteration A: apalgéō Transliteration B: apalgeō Transliteration C: apalgeo Beta Code: a)palge/w

English (LSJ)

   A put away sorrow for, τὰ ἴδια Th.2.61; ἀ. τὸ πένθος Plu. Cleom.22; τὸ πάθος Procop.Arc.16.    II generally, to be despondent, ἀ. ταῖς ἐλπίσιν Plb.9.40.4; πρὸς ἐλπίδα D.C.48.37: abs., Plb.1.35.5, Ep.Eph.4.19.

German (Pape)

[Seite 276] verschmerzen, keinen Schmerz mehr über etwas empfinden, τί Thuc. 2, 61; τὰ ἴδια Dion. Hal. iud. Thuc. 47; übh. stumpfsinnig sein, ταῖς ἐλπίσι, hoffnungslos sein, Pol. 9, 40; ψυχὴ ἀπηλγηκυῖα, muth- und hoffnungslos, 16, 12; πρός τι Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλγέω: παύομαι τοῦ ἀλγεῖν, ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι, παυσαμένους ἀλγεῖν κτλ., Θουκ. 2. 61· ἀπ. τὸ πένθος, ἀφίνω τὴν λύπην, Πλουτ. Κλεομ. 22. ὡς τὸ ἀπολοφύρομαι. ΙΙ. ἐν γένει εἶμαι ἀπαθής, ἀδιάφορος, ἀναισθήτως ἔχω πρός τι, ἀπαλγοῦντες ταῖς ἐλπίσιν Πολύβ. 9. 40, 4· πρὸς ἐλπίδα Δίων Κ. 48. 37: ἀπολ., Πολύβ. 1. 35, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀπαλγήσω, ao. ἀπήλγησα, pf. ἀπήλγηκα;
1 se consoler de, acc.;
2 devenir insensible à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀλγέω.