μύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύσσομαι''': μέσ., ἀπομύττομαι, [[ἐκβάλλω]] τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-[[μύττω]]. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)
|lstext='''μύσσομαι''': μέσ., ἀπομύττομαι, [[ἐκβάλλω]] τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-[[μύττω]]. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)
}}
{{bailly
|btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσσομαι Medium diacritics: μύσσομαι Low diacritics: μύσσομαι Capitals: ΜΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: mýssomai Transliteration B: myssomai Transliteration C: myssomai Beta Code: mu/ssomai

English (LSJ)

fut. μύξομαι Epic.in Arch.Pap.7.5:—

   A blow the nose, μύσσονται δὲ οὐδέν Hp.Vict.3.70:—Act. (dub. in Hsch.) is only found in compds. ἀπο-, προ-μύττω. (Cf. μυκτήρ, μύξα (A); Skt. muncáti 'let go', Lat. e-mungo.)

Greek (Liddell-Scott)

μύσσομαι: μέσ., ἀπομύττομαι, ἐκβάλλω τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-μύττω. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)

French (Bailly abrégé)

moucher.
Étymologie: v. μύξα.