ἔνθρυπτος: Difference between revisions
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνθρυπτος''': -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, [[ἔνιοι]] δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ [[Ἀπόλλων]] δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ. | |lstext='''ἔνθρυπτος''': -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, [[ἔνιοι]] δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ [[Ἀπόλλων]] δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />émietté et plongé dans un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A crumbled and put into liquid: τὰ ἔ. sops or perh. a kind of cake, D.18.260, cf. SIG1016.4 (Iasos), Poll.6.77, Hsch. s.v. ἀττανίδες, AB250. II Ἔνθρυπτος, title of Apollo at Athens, Hsch.
German (Pape)
[Seite 843] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit ἐνθρυμματίς zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς. Vgl. Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθρυπτος: -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ Ἀπόλλων δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
émietté et plongé dans un liquide.
Étymologie: ἐν, θρύπτω.