ἀπροσωπόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροσωπόληπτος''': -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀδυσώπητος]]: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, [[ἄνευ]] προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.
|lstext='''ἀπροσωπόληπτος''': -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀδυσώπητος]]: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, [[ἄνευ]] προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne fait pas acception des personnes, impartial.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσωποληπτέω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσωπόληπτος Medium diacritics: ἀπροσωπόληπτος Low diacritics: απροσωπόληπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: aprosōpólēptos Transliteration B: aprosōpolēptos Transliteration C: aprosopoliptos Beta Code: a)proswpo/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. -τως without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: ἀ, προσωποληπτέω.