σκοτεινός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτεινός''': -ή, -όν, ([[σκότος]]) ὡς τὸ [[σκότιος]]· νυκτὸς ἄρμ’ ἐπείγεται σκ. Αἰσχύλ. Χο. 661· σκ. τῶν ἐνερτέρων [[βέλος]] [[αὐτόθι]] 286· σκ. περιβολαί, ἐπὶ τῆς θήκης ξίφους, Εὐρ. Φοίν. 276· [[τόπος]] Πλάτ. Πολ. 432C· ὁδοὶ Ξεν. Κυν. 6, 5· τὰ σκ. θεάσασθαι Πλάτ. Πολ. 520C· τὰ σκ. καὶ τὰ φανὰ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· ἀνὰ τὰ σκ. προϊδεῖν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22· - ἐπὶ προσώπων, [[τυφλός]], [[καίπερ]] σκ. Σοφ. Ο. Τ. 1326· σκ. [[ὄμμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 385· - τὰ σκοτεινά, αἱ σκοτειναὶ σκιαὶ ἐν εἰκόνι, Πλούτ. 2. 57C· σκοτεινὸν ζῆν, ζῆν ἐν τῷ σκότει, Πλάτ. Νόμ. 781C. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[σκότιος]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ἀντίθετον τῷ [[ἐλλόγιμος]] καὶ φανὸς ([[καλῶς]] γινωσκόμενος), ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α· σκ. καὶ [[δυσδιερεύνητος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432C, [[οὕτως]] ὁ Ἡράκλειτος ἐκαλεῖτο ὁ [[σκοτεινός]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5, Κικ. Fin. 2. 5, 15· σκ. [[προοίμιον]] Αἰσχίν. 32. 41· σκοτ. ἀκοαί, ἀσαφεῖς φῆμαι Πλάτ. Κριτί. 109Ε· σκ. μηχανήματα, μυστικά, ἀπόκρυφα, Εὐρ. Ἀποσπ. 290· ὁρκάναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 611. - Ἐπίρρ., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Πλάτ. Πολ. 558D, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 32. 1· περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 90, ἴδε [[σκοτεινός]].
|lstext='''σκοτεινός''': -ή, -όν, ([[σκότος]]) ὡς τὸ [[σκότιος]]· νυκτὸς ἄρμ’ ἐπείγεται σκ. Αἰσχύλ. Χο. 661· σκ. τῶν ἐνερτέρων [[βέλος]] [[αὐτόθι]] 286· σκ. περιβολαί, ἐπὶ τῆς θήκης ξίφους, Εὐρ. Φοίν. 276· [[τόπος]] Πλάτ. Πολ. 432C· ὁδοὶ Ξεν. Κυν. 6, 5· τὰ σκ. θεάσασθαι Πλάτ. Πολ. 520C· τὰ σκ. καὶ τὰ φανὰ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· ἀνὰ τὰ σκ. προϊδεῖν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22· - ἐπὶ προσώπων, [[τυφλός]], [[καίπερ]] σκ. Σοφ. Ο. Τ. 1326· σκ. [[ὄμμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 385· - τὰ σκοτεινά, αἱ σκοτειναὶ σκιαὶ ἐν εἰκόνι, Πλούτ. 2. 57C· σκοτεινὸν ζῆν, ζῆν ἐν τῷ σκότει, Πλάτ. Νόμ. 781C. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[σκότιος]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ἀντίθετον τῷ [[ἐλλόγιμος]] καὶ φανὸς ([[καλῶς]] γινωσκόμενος), ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α· σκ. καὶ [[δυσδιερεύνητος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432C, [[οὕτως]] ὁ Ἡράκλειτος ἐκαλεῖτο ὁ [[σκοτεινός]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5, Κικ. Fin. 2. 5, 15· σκ. [[προοίμιον]] Αἰσχίν. 32. 41· σκοτ. ἀκοαί, ἀσαφεῖς φῆμαι Πλάτ. Κριτί. 109Ε· σκ. μηχανήματα, μυστικά, ἀπόκρυφα, Εὐρ. Ἀποσπ. 290· ὁρκάναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 611. - Ἐπίρρ., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Πλάτ. Πολ. 558D, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 32. 1· περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 90, ἴδε [[σκοτεινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> ténébreux, obscur ; τὸ σκοτεινόν, τὰ σκοτεινά les ténèbres <i>ou</i> les ombres en peinture ; <i>fig.</i> obscur;<br /><b>2</b> qui est dans les ténèbres ; aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]].
}}
}}