δεξιότης: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεξιότης''': -ητος, ἡ, [[ἱκανότης]], ἐπιδεξιότης, [[ἐμπειρία]], ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δ. Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ [[ἀμαθία]], Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = [[δεξίωσις]], Παυσ. 7. 7, 5. | |lstext='''δεξιότης''': -ητος, ἡ, [[ἱκανότης]], ἐπιδεξιότης, [[ἐμπειρία]], ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δ. Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ [[ἀμαθία]], Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = [[δεξίωσις]], Παυσ. 7. 7, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />adresse, dextérité, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A dexterity, esp. of mind, sharpness, cleverness, σοφίη καὶ δ. Hdt.8.124, cf. Ar.Eq.719, al.; opp. ἀμαθία, Th.3.37. II = δεξίωσις, δ. καὶ φιλία Paus.7.7.5. III courtesy, kindliness (cf. δεξιός v), Ph.2.30. IV fortune, felicity, καιροῦ Lyd.Mag.1.3.
German (Pape)
[Seite 547] ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαθία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιότης: -ητος, ἡ, ἱκανότης, ἐπιδεξιότης, ἐμπειρία, ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δ. Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ ἀμαθία, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = δεξίωσις, Παυσ. 7. 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
adresse, dextérité, habileté.
Étymologie: δεξιός.