ἀπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολαύω''': μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως [[σφάλμα]] τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι [[ἐνίοτε]] γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... [[δέον]] [[μόνως]] διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω ([[ὅπερ]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[λεία]], ληΐς καὶ πιθαν. [[λάτρις]], πρβλ. Σανσκρ. lotas ([[λεία]]), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―[[λαμβάνω]], √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. [[συναπολαύω]]), ἔχω τὴν ἐξ [[αὐτοῦ]] ὠφέλειαν, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀπολαύω]] τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ [[ἄνθρωπος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ [[μετὰ]] γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει [[εἶναι]] πιθανή [[διόρθωσις]] καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν [[εἶναι]] βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ. , ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ [[εἶναι]] ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, [[αὐτόθι]] 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. [[συναπολαύω]]. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, [[μετὰ]] γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν [[μόνος]] ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306.
|lstext='''ἀπολαύω''': μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως [[σφάλμα]] τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι [[ἐνίοτε]] γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... [[δέον]] [[μόνως]] διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω ([[ὅπερ]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[λεία]], ληΐς καὶ πιθαν. [[λάτρις]], πρβλ. Σανσκρ. lotas ([[λεία]]), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―[[λαμβάνω]], √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. [[συναπολαύω]]), ἔχω τὴν ἐξ [[αὐτοῦ]] ὠφέλειαν, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀπολαύω]] τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ [[ἄνθρωπος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ [[μετὰ]] γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει [[εἶναι]] πιθανή [[διόρθωσις]] καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν [[εἶναι]] βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ. , ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ [[εἶναι]] ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, [[αὐτόθι]] 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. [[συναπολαύω]]. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, [[μετὰ]] γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν [[μόνος]] ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπέλαυον, <i>f.</i> ἀπολαύσομαι, <i>postér.</i> ἀπολαύσω, <i>ao.</i> [[ἀπέλαυσα]], <i>pf.</i> ἀπολέλαυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπελαύσθην, <i>pf.</i> ἀπολέλαυσμαι <i>ou</i> ἀπολέλαυμαι;<br /><b>I.</b> retirer une jouissance <i>ou</i> un profit de :<br /><b>1</b> jouir de, gén.;<br /><b>2</b> tirer profit <i>ou</i> parti de : [[τί]] τινος, [[τι]] [[ἀπό]] τινος, [[τι]] ἔκ τινος tirer qqe profit de qch;<br /><b>3</b> profiter de, gén.;<br /><b>II.</b> se faire un jeu de, se moquer de : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], R. ΛαϜ, jouir de ; cf. *[[λάω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαύω Medium diacritics: ἀπολαύω Low diacritics: απολαύω Capitals: ΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: apolaúō Transliteration B: apolauō Transliteration C: apolayo Beta Code: a)polau/w

English (LSJ)

fut.

   A -λαύσομαι Ar. Av.177, Pl.Chrm.172b, etc.; later -λαύσω D.H.6.4, Plu.Pyrrh.13, etc. (in earlier writers corrupt, as Hyp.Epit.30): aor. ἀπέλαυσα E.IT526, Ar.Av.1358, etc.: pf. -λέλαυκα Pl.Com.169, Isoc.19.23: —Pass., pf. -λέλαυται Philostr. VA6.19, but ἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c,1099e (ἐν-): aor. ἀπελαύσθην Ph.1.37.—The double augm. ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, is found in codd. of Id.1.435, etc., prob. in LW 1046.5 (Blaudos). (The simple λαύω is not found, but was = λάφω, expl. by Aristarch. as ἀπολαυστικῶς ἔχω, cf. Apollon.Lex., Sch.Od. 19.229):—have enjoyment of a thing, have the benefit of it, c. gen. rei, τῆς σῆς δικαιοσύνης Hdt.6.86.ά; τῶν σιτίων Hp.VM11, cf. Pl.R. 354b; ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, etc., enjoy them, Amphis 26, Aristopho 10.3, Antiph.8; ποτῶν, ὀσμῶν, X.Cyr.7.5.81, Hier.1.24, etc.; τῶν ἀγαθῶν Isoc.1.9, Pl.Grg.492b; σχολῆς Id.Lg.781e; τῆς σιωπῆς ἀ. take advantage of it, D.21.203; τῆς ἐξουσίας Aeschin.3.130.2. with acc. cogn. added, ἀ. τί τινος enjoy an advantage from some source, τί γὰρ . . ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.Nu. 1231, cf. Th.1008, Pl.236; ἐλάχιστα ἀ. τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70; τοῦ βίου τι ἀ. Id.2.53; ζῴων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀ. ὁ ἄνθρωπος X.Mem.4.3.10, cf. Pl.Euthd.299a, etc.; τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Pl.Com. 169.3. c. acc. (instead of gen.), ἀ. τὸν βίον Diph.32.6 (ἀποβάλλειν cj. Kock); ἀ. καὶ πάσχειν τι Arist.Sens.443b3. 4. abs., οἱ ἀπολαύοντες, opp. οἱ πονοῦντες, Id.Pol.1263a13; ἧττον ἀ. to have less enjoyment, Id.HA584a21; ἡδόμενοι καὶ -οντες Plu.2.69e.    II in bad sense (freq. ironically), have the benefit of, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀ. E.Ph.1205; ἀ. τι τῶν γάμων Id.IT526; ἧς ἀπολαύων Ἅιδην . . καταβήσει Id.Andr.543 (lyr.); τῶν ἁμαρτημάτων, τῶν ἀσεβῶν ἀ., Hp.VM 12, Pl.Lg.910b; φλαῦρόν τι ἀ. Isoc.8.81, cf. Pl.Cri.54a: with Preps., ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀ. Id.R.606b; ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀ. ib.395c; ἀπ' ἄλλου ὀφθαλμίας ἀ. Id.Phdr.255d.    2 abs., have a benefit, come off well,Ar.Av.1358.    III make sport of, συνοδοιπόρου Thphr.Char.23.3, cf. Lys.6.38.—Chiefly Att.; Trag. only in E. (Cf. Lat. lu-crum, Goth. laun 'payment', Slav. loviti 'capture'; cf. Dor. λᾱία, Att. λεία 'booty'.)

German (Pape)

[Seite 310] (das simplex λαύω ist nicht vorhanden; verwandt mit λαμβάνω; fut. ἀπολαύσομαι, akt. Form nur Sp., wie D. H.; Luc. D. M. 33. 3; perf. ἀπολελαυκώς Plat. Phaedr. 255 d; Plat. com. bei Schol. Ar. Av. 121; die erst bei Sp. vorkommende Form ἀπήλαυσα verwerfen die Gramm. mit Recht, dagegen ist ἀπέλαυον, ἀπέλαυσα gew., bei Isocr. 1, 9 ἀπήλαυον v. l.), 1) Antheil haben, Genuß von etwas haben (bes. vom Essen u. Trinken, τινός, com. oft), sowohl im guten als im bösen Sinne, gleichbedeutend mit χρῆσθαι, Xen. Cyr. 4, 3, 19; vgl. τῶν σωμάτων πρόστι Mem. 1, 2, 29. Ggstz οὐ μετέχειν 4, 5, 10; τί τινος, etwas an Einem, z. B. ἀγαθόν τινος Ar. Nubb. 1212, u. öfter; ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων, sie genießen schr wenig von ihren Gütern, Thuc. 1, 70; τοῦ βίου τι 2, 53; Plat. Rep. I, 330 d; Xen. Cyr. 5, 4, 19; so τοῦτο, ἅ u. ähnl. τινός; τὶ ἀπὸ τούτων Plat. Apol. 31 b; ἀπολαύων μηδὲν ὅ, τι ἔχει Men. Stob. Floril. 16, 7; δέδοικα μὴ ἀπολαύσω τι φλαῦρον Isocr. 8, 81; ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων εἰς τὰ οἰκεῖα Plat. Rep. X, 606 b; Vortheil aus etwas ziehen, τῆς σῆς δικαιοσύνης ἀπολαῦσαι Her. 6. 86; τῆς σιωπῆς Dem. 21, 203; absol., Ar. Av. 1358. – 2) Einen zum Besten haben, τινός Plut. de Gen. Socr. 18; Pomp. 24 Aristid. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαύω: μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως σφάλμα τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι ἐνίοτε γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ ἐσφαλμένως, ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... δέον μόνως διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω (ὅπερ ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): ἐντεῦθεν καὶ λεία, ληΐς καὶ πιθαν. λάτρις, πρβλ. Σανσκρ. lotas (λεία), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―λαμβάνω, √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. συναπολαύω), ἔχω τὴν ἐξ αὐτοῦ ὠφέλειαν, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) ἀπολαύω τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ ἄνθρωπος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) ἐνίοτε μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ μετὰ γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει εἶναι πιθανή διόρθωσις καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν εἶναι βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ. , ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, συχνάκις εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· ὡσαύτως μετὰ προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, αὐτόθι 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. συναπολαύω. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. αἰσθάνομαι ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, μετὰ γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ ῥῆμα εἶναι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν μόνος ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπέλαυον, f. ἀπολαύσομαι, postér. ἀπολαύσω, ao. ἀπέλαυσα, pf. ἀπολέλαυκα;
Pass. ao. ἀπελαύσθην, pf. ἀπολέλαυσμαι ou ἀπολέλαυμαι;
I. retirer une jouissance ou un profit de :
1 jouir de, gén.;
2 tirer profit ou parti de : τί τινος, τι ἀπό τινος, τι ἔκ τινος tirer qqe profit de qch;
3 profiter de, gén.;
II. se faire un jeu de, se moquer de : τινος de qqn.
Étymologie: ἀπό, R. ΛαϜ, jouir de ; cf. *λάω.