ἐπισκηνόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισκηνόω''': [[καταλύω]], ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Πολύβ. 4. 18, 8· ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες [[αὐτόθι]] 72. 1· μεταφ., ἵν’ ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ [[δύναμις]] τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ἐν ἐμοί, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιβ΄, 9. | |lstext='''ἐπισκηνόω''': [[καταλύω]], ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Πολύβ. 4. 18, 8· ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες [[αὐτόθι]] 72. 1· μεταφ., ἵν’ ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ [[δύναμις]] τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ἐν ἐμοί, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιβ΄, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> prendre ses quartiers, se cantonner dans;<br /><b>2</b> poser sa tente sur, résider;<br /><b>3</b> faire des préparatifs ; se préparer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be quartered in, ταῖς οἰκίαις Plb.4.72.1; ἐπὶ τὰς οἰκίας ib.18.8: metaph., dwell upon, ἡ δύναμις ἐ. ἐπί τινα 2 Ep.Cor.12.9.
German (Pape)
[Seite 978] in ein Zelt, ins Quartier gehen, einkehren, ταῖς οἰκίαις Pol. 4, 72, 1, ἐπὶ τὰς οἰκίας 4, 18, 8, wie ἐπί τινα, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκηνόω: καταλύω, ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Πολύβ. 4. 18, 8· ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες αὐτόθι 72. 1· μεταφ., ἵν’ ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ἐν ἐμοί, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιβ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 prendre ses quartiers, se cantonner dans;
2 poser sa tente sur, résider;
3 faire des préparatifs ; se préparer.
Étymologie: ἐπί, σκηνόω.