ὀλιγόγονος: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγόγονος''': -ον, (γενέσθαι) ὀλίγα [[ἑκάστοτε]] γεννῶν, ζῷα ὀλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολύγονα, Ἡρόδ. 3. 108, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5· συγκρ. -ώτερος [[αὐτόθι]] 6. 17, 9· - ὀλῐγογονία, ἡ, τὸ τίκτειν ὀλίγα [[ἑκάστοτε]], ἀντίθετον τῷ [[πολυγονία]], Πλάτ. Πρωτ. 321Β. | |lstext='''ὀλῐγόγονος''': -ον, (γενέσθαι) ὀλίγα [[ἑκάστοτε]] γεννῶν, ζῷα ὀλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολύγονα, Ἡρόδ. 3. 108, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5· συγκρ. -ώτερος [[αὐτόθι]] 6. 17, 9· - ὀλῐγογονία, ἡ, τὸ τίκτειν ὀλίγα [[ἑκάστοτε]], ἀντίθετον τῷ [[πολυγονία]], Πλάτ. Πρωτ. 321Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui produit peu, peu fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (γονή)
A producing few offspring, ζῷα ὀ., opp. πολύγονα, Hdt.3.108, Arist.HA558b28 ; unprolific, Vett.Val.5.25 ; of plants, Thphr.HP8.4.4 : Comp. -ώτερος Arist.HA570b32.
German (Pape)
[Seite 320] wenig hervorbringend, unfruchtbar; Her. 3, 108; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόγονος: -ον, (γενέσθαι) ὀλίγα ἑκάστοτε γεννῶν, ζῷα ὀλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολύγονα, Ἡρόδ. 3. 108, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5· συγκρ. -ώτερος αὐτόθι 6. 17, 9· - ὀλῐγογονία, ἡ, τὸ τίκτειν ὀλίγα ἑκάστοτε, ἀντίθετον τῷ πολυγονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit peu, peu fécond.
Étymologie: ὀλίγος, γίγνομαι.