μαθητεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰθητεύω''': εἶμαι [[μαθητής]], τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ μαθητήν, [[διδάσκω]], πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.
|lstext='''μᾰθητεύω''': εἶμαι [[μαθητής]], τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ μαθητήν, [[διδάσκω]], πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.
}}
{{bailly
|btext=être disciple de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μαθητής]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητεύω Medium diacritics: μαθητεύω Low diacritics: μαθητεύω Capitals: ΜΑΘΗΤΕΥΩ
Transliteration A: mathēteúō Transliteration B: mathēteuō Transliteration C: mathiteyo Beta Code: maqhteu/w

English (LSJ)

   A to be pupil, τινι to one, Plu.2.832c.    II trans., make a disciple of, instruct, πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19, cf. Act.Ap.14.21:—Pass., Ev.Matt.13.52.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητεύω: εἶμαι μαθητής, τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., κάμνω τινὰ μαθητήν, διδάσκω, πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.

French (Bailly abrégé)

être disciple de, τινι.
Étymologie: μαθητής.