συνθραύω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθραύω''': [[συντρίβω]], κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.
|lstext='''συνθραύω''': [[συντρίβω]], κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=briser, broyer, fracasser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θραύω]].
}}
}}