Σαμοθρᾴκη: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σᾰμοθρᾴκη''': Ἰωνικ. -θρηΐκη, ἡ, [[νῆσος]] πλησίον τῆς Θρᾴκης [[ἀξία]] λόγου ἐπὶ τῷ πρωΐμῳ πολιτισμῷ τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 6. 47· ὑπῆρξε δὲ ἡ [[ἕδρα]] τῶν μυστηρίων τῶν Καβείρων, ὁ αὐτ. 2. 51· καλεῖται [[Σάμος]] Θρηϊκίη παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Ν. 12, Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 34· καὶ [[ἁπλῶς]] [[Σάμος]], Ἰλ. Ω. 78, 753. - Παλαιότερον ἔτι [[ὄνομα]] αὐτῆς ἦν Λευκωσία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 538· καὶ Δαρδανία. Παυσ. 7. 4, 3. Ὁ [[κάτοικος]] τῆς νήσου ἐκαλεῖτο Σᾰμόθρᾳξ (οὐχὶ Σαμοθρᾴξ), Χοιροβοσκ. 176. 4, Ἐτυμολ. Μέγ.· Ἰων. πληθ. Σαμοθρήϊκες, Ἡρόδ. 2. 51., 8. 90· ἐπίθετ. Σᾰμοθρᾴκιος, Ἰωνικ. -θρηΐκιος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 59, 108· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ ἴδε [[Κάβειροι]].
|lstext='''Σᾰμοθρᾴκη''': Ἰωνικ. -θρηΐκη, ἡ, [[νῆσος]] πλησίον τῆς Θρᾴκης [[ἀξία]] λόγου ἐπὶ τῷ πρωΐμῳ πολιτισμῷ τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 6. 47· ὑπῆρξε δὲ ἡ [[ἕδρα]] τῶν μυστηρίων τῶν Καβείρων, ὁ αὐτ. 2. 51· καλεῖται [[Σάμος]] Θρηϊκίη παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Ν. 12, Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 34· καὶ [[ἁπλῶς]] [[Σάμος]], Ἰλ. Ω. 78, 753. - Παλαιότερον ἔτι [[ὄνομα]] αὐτῆς ἦν Λευκωσία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 538· καὶ Δαρδανία. Παυσ. 7. 4, 3. Ὁ [[κάτοικος]] τῆς νήσου ἐκαλεῖτο Σᾰμόθρᾳξ (οὐχὶ Σαμοθρᾴξ), Χοιροβοσκ. 176. 4, Ἐτυμολ. Μέγ.· Ἰων. πληθ. Σαμοθρήϊκες, Ἡρόδ. 2. 51., 8. 90· ἐπίθετ. Σᾰμοθρᾴκιος, Ἰωνικ. -θρηΐκιος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 59, 108· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ ἴδε [[Κάβειροι]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Samothrace, <i>île à l’embouchure de l’Hèbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Σαμοθρᾴξ]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σᾰμοθρᾴκη Medium diacritics: Σαμοθρᾴκη Low diacritics: Σαμοθράκη Capitals: ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
Transliteration A: Samothrā́ikē Transliteration B: Samothrakē Transliteration C: Samothraki Beta Code: *samoqra/|kh

English (LSJ)

Ion. Σαμοθρηΐκη, ἡ, Samothrace, Hdt.6.47; the seat of the mysteries of the Cabeiri, Id.2.51; called Σάμος Θρηϊκίη in Hom., Il.13.12, h.Ap.34; and simply Σάμος, Il.24.78,753. Adj. Σᾰμόθρᾳξ (not Σαμοθρᾴξ), Hdn.Gr.1.42, Choerob.in Theod.1.187 H., etc.; Ion. pl.

   A Σαμοθρήϊκες Hdt.2.51, 8.90; also Σᾰμοθρᾴκιος, Ion. Σαμοθρηΐκιος, η, ον, Id.7.59,108.

Greek (Liddell-Scott)

Σᾰμοθρᾴκη: Ἰωνικ. -θρηΐκη, ἡ, νῆσος πλησίον τῆς Θρᾴκης ἀξία λόγου ἐπὶ τῷ πρωΐμῳ πολιτισμῷ τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 6. 47· ὑπῆρξε δὲ ἡ ἕδρα τῶν μυστηρίων τῶν Καβείρων, ὁ αὐτ. 2. 51· καλεῖται Σάμος Θρηϊκίη παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Ν. 12, Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 34· καὶ ἁπλῶς Σάμος, Ἰλ. Ω. 78, 753. - Παλαιότερον ἔτι ὄνομα αὐτῆς ἦν Λευκωσία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 538· καὶ Δαρδανία. Παυσ. 7. 4, 3. Ὁ κάτοικος τῆς νήσου ἐκαλεῖτο Σᾰμόθρᾳξ (οὐχὶ Σαμοθρᾴξ), Χοιροβοσκ. 176. 4, Ἐτυμολ. Μέγ.· Ἰων. πληθ. Σαμοθρήϊκες, Ἡρόδ. 2. 51., 8. 90· ἐπίθετ. Σᾰμοθρᾴκιος, Ἰωνικ. -θρηΐκιος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 59, 108· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ ἴδε Κάβειροι.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Samothrace, île à l’embouchure de l’Hèbre.
Étymologie: Σαμοθρᾴξ.