διῶρυξ: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διῶρυξ''': -ῠχος (καὶ παρὰ μεταγεν. -ῠγος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 230), ἡ˙- [[αὖλαξ]], χάνδαξ, [[τάφρος]], Ἡρόδ. 1. 75, Ἱππ. Ἀέρ. 290, Θουκ. 1. 109, κτλ.˙κρυπτὴ δ., [[ὑπόγειος]] [[ὀχετός]], Ἡρόδ. 3. 146. - Πρβλ. καὶ Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321. 323. | |lstext='''διῶρυξ''': -ῠχος (καὶ παρὰ μεταγεν. -ῠγος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 230), ἡ˙- [[αὖλαξ]], χάνδαξ, [[τάφρος]], Ἡρόδ. 1. 75, Ἱππ. Ἀέρ. 290, Θουκ. 1. 109, κτλ.˙κρυπτὴ δ., [[ὑπόγειος]] [[ὀχετός]], Ἡρόδ. 3. 146. - Πρβλ. καὶ Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321. 323. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υχος (ἡ) :<br />fossé (tranchée, canal, mine, <i>etc.</i>) : [[διῶρυξ]] κρυπτή HDT conduit souterrain.<br />'''Étymologie:''' [[διορύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ῠχος (sts. in Pap., BGU543.7 (i B. C.), etc.; later Gr. more freq. ῠγος PPetr.3p.60 (iii B. C.), Tab.Heracl.1.59, PTeb.72.72 (ii B. C.), J.Vit.31, etc.), ἡ (ὁ, PRyl.154.18):—
A trench, conduit, canal, Hdt.1.75, Hp.Aër.15, Th.1.109, etc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.3.146; = fossa, Plu.Fab.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διῶρυξ: -ῠχος (καὶ παρὰ μεταγεν. -ῠγος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 230), ἡ˙- αὖλαξ, χάνδαξ, τάφρος, Ἡρόδ. 1. 75, Ἱππ. Ἀέρ. 290, Θουκ. 1. 109, κτλ.˙κρυπτὴ δ., ὑπόγειος ὀχετός, Ἡρόδ. 3. 146. - Πρβλ. καὶ Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321. 323.
French (Bailly abrégé)
υχος (ἡ) :
fossé (tranchée, canal, mine, etc.) : διῶρυξ κρυπτή HDT conduit souterrain.
Étymologie: διορύσσω.