σανδαράκη: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σανδᾰράκη''': [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) [[χρῶμα]] ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ [[κήρινθος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ [[ἐριθάκη]], [[αὐτόθι]] 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τροφή]] τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν». | |lstext='''σανδᾰράκη''': [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) [[χρῶμα]] ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ [[κήρινθος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ [[ἐριθάκη]], [[αὐτόθι]] 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τροφή]] τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />arsenic rouge (<i>p. opp. à l’arsenic jaune ou</i> [[ἀρσενικός]]).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> sindura « minium ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ,
A red sulphide of arsenic, realgar, Arist.HA604b28, Plin.HN34.177, Peripl.M.Rubr.49; written σανδαράχη in Hp. Morb.2.14 (but σανδᾰράκ-κη Superf.32), Dsc.5.105, Gal.17(1).834, Alciphr.1.33, etc. 2 an orange pigment made therefrom, Thphr.Lap.40, 50. (Assyr. šindu ar[kudot ]u 'green paint', i.e. yellow sulphide of arsenic, orpiment, cf. ἀρσενικόν.) II bee-bread, Arist.HA626a7.
German (Pape)
[Seite 860] ἡ, 1) ein arsenikalisches Erz, rothes Auripigment, Rauschroth, Realgar, während ἀρσενικόν gelbes ist; lat. sandaraca; Theophr., Strab., Diosc. – 2) ein bei Pferden, Zugvieh gebr. Arzneimittel, Arist. H. A. 8, 24. – 3) eine Art Bienenbrot, vielleicht einerlei mit ἐριθάκη, Arist. H. A. 9, 40.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) χρῶμα ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ κήρινθος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ ἐριθάκη, αὐτόθι 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
arsenic rouge (p. opp. à l’arsenic jaune ou ἀρσενικός).
Étymologie: cf. skr. sindura « minium ».