3,274,299
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστίθημι''': Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει Αἰσχύλ.· μέλλ. προσθήσω· ἀόρ. α´ προσέθηκα: ἀόρ. β´ (προσέθην), ὑποτακτ. προσθῶ (οὐχὶ πρόσθω, Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 475). - Μέσ., ἀόρ. α´ προσεθηκάμην Ἡρόδ. 4. 65· συνηθέστερον ἀόρ. β´ προσεθέμην, ὑποτακτ. προσθῶμαι (οὐχὶ πρόσθωμαι), γ´ ἑνικ. εὐκτ. προσθεῖτο (κοινῶς πρόσθοιτο) Δημ. 68. 27., 154. 1. - Παθ., ἀόρ. α΄προσετέθην Θουκ. 3. 82· ἀλλ’ ὡς παθητικὸν παραλαμβάνεται [[κυρίως]] τὸ [[πρόσκειμαι]], σπανίως καὶ τὸ [[προσπίπτω]]. -Τίθημι [[πρός]] τι, πλησίον τινός, Λατ. apponere, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Ὀδ. Ι. 305 (πρβλ. [[ἐπιτίθημι]] ΙΙ)· πρ. τὰς θύρας, τὴν θύραν Ἡρόδ. 3. 78, Λυσί. 92. 42· τὰς πύλας Θουκ. 4. 67· κλίμακας τοῖς πύργοις ὁ αὐτ. 3. 23. τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, πλησιάσα, προσαρμόσασα τὸν [[βόστρ]]. εἰς..., Αἰσχύλ. Χο. 230· χέρα ἐλάτῃ Εὐρ. Βάκχ. 1110· γόνασιν ὡλένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 895, πρ. Σοφ. Φιλ. 942· φάρμακά τινι Πλάτ. Πολ. 420C· μύωπας πρ., βάλλω εἰς ἐνέρειαν τοὺς πτερνιστῆρας, Πολύβ. 11. 18, 4· [[ὡσαύτως]], πρ. χέρα ἐπί τι. Εὐρ. Φοίν. 1199. 2) [[παρέχω]], χορηγῶ, [[παραδίδω]], θεῶν γέρα… ἐφημέροισι προστίθει Αἰσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 129· γυναῖκα πρ. τινί, παραχωρῶ αὐτὴν εἰς αὐτὸν ὡς σύζυγον, Ἡρόδ. 6. 126· [[ἀλλά]], πρ. γυναικὶ [[τάλαντον]], ὡς [[προῖκα]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 11· πρ. τινὰ ἄλλῳ πατρὶ Εὐρ. Ἴων. 1545· Ἅιδῃ τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 368, πρβλ. Φοιν. 964, Ι. Α. 540· πρ. τινὰ πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 948· πρ. πόλιν Θουκ. 4. 86· τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν Δίων Κ. 52. 14· - [[ὡσαύτως]], νᾶσον εὐκλέϊ πρ. λόγῳ, ἀντὶ εὔκλειαν νάσῳ, Πινδ. Ν. 3. 120. 3) [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], φερνὰς Εὐρ. Ἱππ. 628, πρβλ. Δημ. 402. 5· χρήματα ὁ αὐτ. 307. 7, κτλ.· πίστιν τινὶ ὁ αὐτ. 1270. 9· δῶρα καὶ τιμήν τινι Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 123 Sturz· τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἀπολ., οὐ μόνον [[ἄνευ]] μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς, ἀλλὰ καὶ πληρώνων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφορτίζω]], [[πρῆγμα]] τὸ ἄν τοι [[προσθέω]], τὸ [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον θὰ σ’ ἐπιφορτίσω, Ἡρόδ. 1. 108., 3. 62· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινι πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 30· πρ. [[μέτρον]], [[ἐπιβάλλω]] μέτρα ἢ ὅρια, Αἰσχύλ. Χο. 796· - ἀκολούθως ἐπὶ πολλῶν σχέσεων, πρ. τινὶ ἀτιμίην, [[ἐπιβάλλω]] εἴς τινα τὴν ἀτιμίαν ὡς τιμωρίαν, Ἡρόδ. 7. 11· οὕτω, πρ. [[μόρον]] Αἰσχύλ. Χο. 482· ἀρὰς ἐπί τινι Σοφ. Ο.Τ. 820, πρβλ. Ο.Κ. 154· ὄκνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 243· βλάβην ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 321· λύπην, πόνους Εὐρ. Ἱκέτ. 946, [[Ἡρακλ]]. 505, κτλ.· ὡς [[δέμας]] δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης, προξενεῖς ἐπὶ πλέον, ὁ αὐτ ἐν Ἑλ. 549· ἀπληστίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 218· προστ. τινὶ ἐνθύμιον Ἀντιφῶν 121. 2· ζημίας τινὶ Θουκ. 3. 39· μεταχειρίζομαί τι, τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὸν ἠξίουν ταύτην προσθέντα ἄξιόν τι καὶ [[αὐτοῦ]] καὶ τῶν Θηβαίων πρᾶξαι Δημ. 384. 23. 2) ἀποδίδω εἴς τινα, αἰτίαν τινὶ Εὐρ. Ἴων. 1525, Θουκ. 3. 39· πρ. [[θράσος]] τινί, ἀποδίδω [[θράσος]] εἴς τινα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 475· θεοῖσιν ἀμαθίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 951· τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη Θουκ. 3. 82. ΙΙΙ. προσθέτω, τινί τι Ἡρόδ. 1. 20, κ. ἀλλ.· ἔργα πρὸς τῇ γνώμῃ ὁ αὐτ. 4. 139· ἄλλον πρὸς ὧν ἔθηκαν χρυσὸν ὁ αὐτ. 196· χάριτι [[χάριν]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 327· νοσοῦντι νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1047· πρ. τι τῷ νόμῳ, προσθέτω εἰς τὸν νόμον, Ἡρόδ. 2. 136, Θουκ. 2. 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 468Β· προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (ἀντὶ πλέον ἢ…), [[αὐτόθι]] 335Α· ὅρκῳ πρ. (ἐξυπ. τὸν λόγον), δηλ. πρῶτον ὁρκίζομαι καὶ ἀκολούθως [[λέγω]] τὸν λόγον, Σοφ. Ἠλ. 47 (ἀλλ’ ὁ Reisk. ἀνέγνω ὅρκον, πρβλ. ὅρκου προστεθέντος, Ἀποσπ. 419· ὀμόσας… προσθείς τε χεῖρα δεξιὰν Φιλ. 942)· περὶ τοῦ ἐν Αἴ 476, ἴδε [[ἀνατίθημι]] ΙΙΙ· [[ὡσαύτως]], πρ. τι ἐπί τινι Τρ. 1253· τὶ [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 63, Πλάτ. Φίληβ. 33C· - ἀπόλ., [[κάμνω]] προσθήκας, αὐξήσεις, [[αὐξάνω]], Θουκ. 3. 45, Ἀριστ. Ποιητ. 24, 17., 26, 3· - Μέσ., μὴ... πρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531. 2) προσθέτω, [[μάλιστα]] ἐπὶ προσθήκης γινομένης εἰς ἔκθεσιν γεγονότων ἢ εἰς ἔγγραφα, προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ’ ἀφελεῖν Ἰσοκρ. 288C· πρ. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Θουκ. 5. 23, πρβλ. 29· πρ. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Συνθήκ. [[αὐτόθι]] 47· τὶ πρὸς τὰς συνθήκας Συνθήκ. παρὰ Πολυβ. 22. 26, 27· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] αἰτ., πρ. τῷ δικαίῳ, εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ δικαίου, Πλάτ. Πολ. 335Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 9· πρ. ὃτι… Δημ. 304. 23. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τίνα προστιθῶ [[τῇδε]] στάσει; Αἰσχύλ. Χο. 114· πρ. ἑαυτόν τινι, προσχωρεῖν εἰς τὴν μερίδα τινός, Θουκ. 3. 92· πρ. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ τοῖς ἰδίοις κέρδεσι ὁ αὐτ. 8. 46, 50. 4) ἐν τῇ ἀριθμ., προσθέτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖν ἢ ἀφαιρεῖν, Πλάτ. Κρατ. 418, πρβλ. 431C, 432Α, κτλ.· ἐν τῇ Λογικῆ τοῦ Ἀριστοτέλους, προσθέτω λέξιν τινὰ σαφῶς διορίζουσαν (πρβλ. [[πρόσθεσις]] ΙΙΙ. 3, [[πρόσκειμαι]], ΙΙΙ. 4), Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2, Ἠθ. Νικ. 7. 4, 2, κ. ἀλλ. Β. Μέσ., προστίθεμαι τὴν γνώμην τινί, συμφωνῶ μετά τινος, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετ’ [[αὐτοῦ]], Δημ. 1243, 9: [[πολλάκις]] δὲ καὶ ἀπολ., προστίθεμαι, συνενοῦμαι, (ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 3), οἷς ἂν σὺ προσθῇ, μὲ τοὺς ὁποῖους σὺ ἤθελες ἑνωθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 1332, πρβλ. Θουκ. 3. 11., 8. 48, 87, Δημ. 68. 27., 154. 1· προσ. τῷ ἀστῷ, εἶμαι [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους εἰμί, [[διάκειμαι]], [[καλῶς]] προς..., Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Δημ. 1060. 18· - ἀπολ., ὑποτάσσομαι, ὅσα ἑκουσίως προσετίθετο τῶν πολισμάτων Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 238 ἐν τέλ. 2) συναινῶ, συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]], τῇ γνώμῃ Ἡρόδ. 1. 109., 3. 83, Θουκ. 6. 50, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 10· τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Ἡρόδ. 1. 120· τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 675Α. 3) ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι, θὰ ῥίψω τὴν ψῆφόν μου ταύτην [[ὑπὲρ]] τοῦ Ὀρέστου, δηλ. θὰ ψηφίσω [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 735· [[οὕτως]], ἡμῖν ἂν προσθέμενοι τὴν ψῆφον εὐορκοῖτε Δημ. 1320· 16· οὕτω, μὴ μιᾷ ψήφῳ πρ. (ἐξυπ. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Θουκ. 1. 20· ψῆφον πρ. ἐναντίαν τινὶ [[αὐτόθι]] 40. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσοικειοῦμαι, [[λαμβάνω]] τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τινὰ φίλον, σύμμαχον ἢ βοηθόν, [[λαμβάνω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρ. τὸν δῆμον πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μοῖραν Ἡρόδ. 5. 69, πρβλ. Θουκ. 6. 18· φίλον πρ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 53, 69, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 404· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, λάβε αὐτὴν ὡς σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1224· οὕτω, προσθέμενος ἔλαβε γυναῖκα Ἐβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 1)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πολέμιον πρ. τινα Ξεν. Κύρ. 2. 4. 12. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐφαρμόζω]] εἰς ἐμαυτόν, βάλανον προσθεμένη Ἱππ. 976D, πρβλ. 1133C· πατρὸς στέρνα προσθέσθαι [[θέλω]], δηλ. προσθέσθαι ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] προσπτύξαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1408· - μεταφορ., τί δ’... ἂν προσθείμην πλέον; εἰς τί ἠδυνάμην νά σε ὠφελήσω; Σοφ. Ἀντ. 40· προσθέσθαι [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 767· [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῶν, [[ἐπιφέρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]], πρὸς κακοῖσι κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531· μέριμναν Σοφ. Ο. Τ. 1460· κακά, [[ἄχθος]], κτλ., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 146, κτλ.· οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, ἀχθηδόνας Θουκ. 1. 78, 144., 2. 37· ἔχθρας ἑκουσίας πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις πρ. Πλάτ. Πρωτ. 346Β. β) [[ἐπιφέρω]] [[ἐναντίον]] ἄλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, ἔκαμαν πόλεμον, Ἡρόδ. 4. 65· μῆνιν προστίθεμαί τινι, [[ἐκχέω]] τὴν ὀργήν μου [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 7. 229. | |lstext='''προστίθημι''': Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει Αἰσχύλ.· μέλλ. προσθήσω· ἀόρ. α´ προσέθηκα: ἀόρ. β´ (προσέθην), ὑποτακτ. προσθῶ (οὐχὶ πρόσθω, Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 475). - Μέσ., ἀόρ. α´ προσεθηκάμην Ἡρόδ. 4. 65· συνηθέστερον ἀόρ. β´ προσεθέμην, ὑποτακτ. προσθῶμαι (οὐχὶ πρόσθωμαι), γ´ ἑνικ. εὐκτ. προσθεῖτο (κοινῶς πρόσθοιτο) Δημ. 68. 27., 154. 1. - Παθ., ἀόρ. α΄προσετέθην Θουκ. 3. 82· ἀλλ’ ὡς παθητικὸν παραλαμβάνεται [[κυρίως]] τὸ [[πρόσκειμαι]], σπανίως καὶ τὸ [[προσπίπτω]]. -Τίθημι [[πρός]] τι, πλησίον τινός, Λατ. apponere, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Ὀδ. Ι. 305 (πρβλ. [[ἐπιτίθημι]] ΙΙ)· πρ. τὰς θύρας, τὴν θύραν Ἡρόδ. 3. 78, Λυσί. 92. 42· τὰς πύλας Θουκ. 4. 67· κλίμακας τοῖς πύργοις ὁ αὐτ. 3. 23. τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, πλησιάσα, προσαρμόσασα τὸν [[βόστρ]]. εἰς..., Αἰσχύλ. Χο. 230· χέρα ἐλάτῃ Εὐρ. Βάκχ. 1110· γόνασιν ὡλένας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 895, πρ. Σοφ. Φιλ. 942· φάρμακά τινι Πλάτ. Πολ. 420C· μύωπας πρ., βάλλω εἰς ἐνέρειαν τοὺς πτερνιστῆρας, Πολύβ. 11. 18, 4· [[ὡσαύτως]], πρ. χέρα ἐπί τι. Εὐρ. Φοίν. 1199. 2) [[παρέχω]], χορηγῶ, [[παραδίδω]], θεῶν γέρα… ἐφημέροισι προστίθει Αἰσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 129· γυναῖκα πρ. τινί, παραχωρῶ αὐτὴν εἰς αὐτὸν ὡς σύζυγον, Ἡρόδ. 6. 126· [[ἀλλά]], πρ. γυναικὶ [[τάλαντον]], ὡς [[προῖκα]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 11· πρ. τινὰ ἄλλῳ πατρὶ Εὐρ. Ἴων. 1545· Ἅιδῃ τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 368, πρβλ. Φοιν. 964, Ι. Α. 540· πρ. τινὰ πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 948· πρ. πόλιν Θουκ. 4. 86· τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν Δίων Κ. 52. 14· - [[ὡσαύτως]], νᾶσον εὐκλέϊ πρ. λόγῳ, ἀντὶ εὔκλειαν νάσῳ, Πινδ. Ν. 3. 120. 3) [[ἁπλῶς]], δίδω, [[παρέχω]], φερνὰς Εὐρ. Ἱππ. 628, πρβλ. Δημ. 402. 5· χρήματα ὁ αὐτ. 307. 7, κτλ.· πίστιν τινὶ ὁ αὐτ. 1270. 9· δῶρα καὶ τιμήν τινι Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 123 Sturz· τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 31· ἀπολ., οὐ μόνον [[ἄνευ]] μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθείς, ἀλλὰ καὶ πληρώνων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιφορτίζω]], [[πρῆγμα]] τὸ ἄν τοι [[προσθέω]], τὸ [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον θὰ σ’ ἐπιφορτίσω, Ἡρόδ. 1. 108., 3. 62· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινι πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 30· πρ. [[μέτρον]], [[ἐπιβάλλω]] μέτρα ἢ ὅρια, Αἰσχύλ. Χο. 796· - ἀκολούθως ἐπὶ πολλῶν σχέσεων, πρ. τινὶ ἀτιμίην, [[ἐπιβάλλω]] εἴς τινα τὴν ἀτιμίαν ὡς τιμωρίαν, Ἡρόδ. 7. 11· οὕτω, πρ. [[μόρον]] Αἰσχύλ. Χο. 482· ἀρὰς ἐπί τινι Σοφ. Ο.Τ. 820, πρβλ. Ο.Κ. 154· ὄκνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 243· βλάβην ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 321· λύπην, πόνους Εὐρ. Ἱκέτ. 946, [[Ἡρακλ]]. 505, κτλ.· ὡς [[δέμας]] δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης, προξενεῖς ἐπὶ πλέον, ὁ αὐτ ἐν Ἑλ. 549· ἀπληστίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 218· προστ. τινὶ ἐνθύμιον Ἀντιφῶν 121. 2· ζημίας τινὶ Θουκ. 3. 39· μεταχειρίζομαί τι, τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὸν ἠξίουν ταύτην προσθέντα ἄξιόν τι καὶ [[αὐτοῦ]] καὶ τῶν Θηβαίων πρᾶξαι Δημ. 384. 23. 2) ἀποδίδω εἴς τινα, αἰτίαν τινὶ Εὐρ. Ἴων. 1525, Θουκ. 3. 39· πρ. [[θράσος]] τινί, ἀποδίδω [[θράσος]] εἴς τινα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 475· θεοῖσιν ἀμαθίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 951· τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη Θουκ. 3. 82. ΙΙΙ. προσθέτω, τινί τι Ἡρόδ. 1. 20, κ. ἀλλ.· ἔργα πρὸς τῇ γνώμῃ ὁ αὐτ. 4. 139· ἄλλον πρὸς ὧν ἔθηκαν χρυσὸν ὁ αὐτ. 196· χάριτι [[χάριν]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 327· νοσοῦντι νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1047· πρ. τι τῷ νόμῳ, προσθέτω εἰς τὸν νόμον, Ἡρόδ. 2. 136, Θουκ. 2. 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 468Β· προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (ἀντὶ πλέον ἢ…), [[αὐτόθι]] 335Α· ὅρκῳ πρ. (ἐξυπ. τὸν λόγον), δηλ. πρῶτον ὁρκίζομαι καὶ ἀκολούθως [[λέγω]] τὸν λόγον, Σοφ. Ἠλ. 47 (ἀλλ’ ὁ Reisk. ἀνέγνω ὅρκον, πρβλ. ὅρκου προστεθέντος, Ἀποσπ. 419· ὀμόσας… προσθείς τε χεῖρα δεξιὰν Φιλ. 942)· περὶ τοῦ ἐν Αἴ 476, ἴδε [[ἀνατίθημι]] ΙΙΙ· [[ὡσαύτως]], πρ. τι ἐπί τινι Τρ. 1253· τὶ [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 63, Πλάτ. Φίληβ. 33C· - ἀπόλ., [[κάμνω]] προσθήκας, αὐξήσεις, [[αὐξάνω]], Θουκ. 3. 45, Ἀριστ. Ποιητ. 24, 17., 26, 3· - Μέσ., μὴ... πρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531. 2) προσθέτω, [[μάλιστα]] ἐπὶ προσθήκης γινομένης εἰς ἔκθεσιν γεγονότων ἢ εἰς ἔγγραφα, προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ’ ἀφελεῖν Ἰσοκρ. 288C· πρ. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Θουκ. 5. 23, πρβλ. 29· πρ. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Συνθήκ. [[αὐτόθι]] 47· τὶ πρὸς τὰς συνθήκας Συνθήκ. παρὰ Πολυβ. 22. 26, 27· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] αἰτ., πρ. τῷ δικαίῳ, εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ δικαίου, Πλάτ. Πολ. 335Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 9· πρ. ὃτι… Δημ. 304. 23. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τίνα προστιθῶ [[τῇδε]] στάσει; Αἰσχύλ. Χο. 114· πρ. ἑαυτόν τινι, προσχωρεῖν εἰς τὴν μερίδα τινός, Θουκ. 3. 92· πρ. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ τοῖς ἰδίοις κέρδεσι ὁ αὐτ. 8. 46, 50. 4) ἐν τῇ ἀριθμ., προσθέτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖν ἢ ἀφαιρεῖν, Πλάτ. Κρατ. 418, πρβλ. 431C, 432Α, κτλ.· ἐν τῇ Λογικῆ τοῦ Ἀριστοτέλους, προσθέτω λέξιν τινὰ σαφῶς διορίζουσαν (πρβλ. [[πρόσθεσις]] ΙΙΙ. 3, [[πρόσκειμαι]], ΙΙΙ. 4), Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2, Ἠθ. Νικ. 7. 4, 2, κ. ἀλλ. Β. Μέσ., προστίθεμαι τὴν γνώμην τινί, συμφωνῶ μετά τινος, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετ’ [[αὐτοῦ]], Δημ. 1243, 9: [[πολλάκις]] δὲ καὶ ἀπολ., προστίθεμαι, συνενοῦμαι, (ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 3), οἷς ἂν σὺ προσθῇ, μὲ τοὺς ὁποῖους σὺ ἤθελες ἑνωθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 1332, πρβλ. Θουκ. 3. 11., 8. 48, 87, Δημ. 68. 27., 154. 1· προσ. τῷ ἀστῷ, εἶμαι [[καλῶς]] διατεθειμένος, εὔνους εἰμί, [[διάκειμαι]], [[καλῶς]] προς..., Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Δημ. 1060. 18· - ἀπολ., ὑποτάσσομαι, ὅσα ἑκουσίως προσετίθετο τῶν πολισμάτων Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 238 ἐν τέλ. 2) συναινῶ, συμφωνῶ, [[συγκατανεύω]], τῇ γνώμῃ Ἡρόδ. 1. 109., 3. 83, Θουκ. 6. 50, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 10· τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Ἡρόδ. 1. 120· τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Πλάτ. Νόμ. 675Α. 3) ψῆφον δ’ Ὀρέστῃ τήνδ’ ἐγὼ προσθήσομαι, θὰ ῥίψω τὴν ψῆφόν μου ταύτην [[ὑπὲρ]] τοῦ Ὀρέστου, δηλ. θὰ ψηφίσω [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 735· [[οὕτως]], ἡμῖν ἂν προσθέμενοι τὴν ψῆφον εὐορκοῖτε Δημ. 1320· 16· οὕτω, μὴ μιᾷ ψήφῳ πρ. (ἐξυπ. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Θουκ. 1. 20· ψῆφον πρ. ἐναντίαν τινὶ [[αὐτόθι]] 40. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσοικειοῦμαι, [[λαμβάνω]] τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τινὰ φίλον, σύμμαχον ἢ βοηθόν, [[λαμβάνω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, πρ. τὸν δῆμον πρὸς τὴν [[ἑωυτοῦ]] μοῖραν Ἡρόδ. 5. 69, πρβλ. Θουκ. 6. 18· φίλον πρ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 53, 69, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 404· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, λάβε αὐτὴν ὡς σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1224· οὕτω, προσθέμενος ἔλαβε γυναῖκα Ἐβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 1)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, πολέμιον πρ. τινα Ξεν. Κύρ. 2. 4. 12. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐφαρμόζω]] εἰς ἐμαυτόν, βάλανον προσθεμένη Ἱππ. 976D, πρβλ. 1133C· πατρὸς στέρνα προσθέσθαι [[θέλω]], δηλ. προσθέσθαι ἐμαυτῷ, [[ἤτοι]] προσπτύξαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1408· - μεταφορ., τί δ’... ἂν προσθείμην πλέον; εἰς τί ἠδυνάμην νά σε ὠφελήσω; Σοφ. Ἀντ. 40· προσθέσθαι [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 767· [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῶν, [[ἐπιφέρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]], πρὸς κακοῖσι κακὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 531· μέριμναν Σοφ. Ο. Τ. 1460· κακά, [[ἄχθος]], κτλ., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 146, κτλ.· οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, ἀχθηδόνας Θουκ. 1. 78, 144., 2. 37· ἔχθρας ἑκουσίας πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις πρ. Πλάτ. Πρωτ. 346Β. β) [[ἐπιφέρω]] [[ἐναντίον]] ἄλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, ἔκαμαν πόλεμον, Ἡρόδ. 4. 65· μῆνιν προστίθεμαί τινι, [[ἐκχέω]] τὴν ὀργήν μου [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 7. 229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσθήσω, <i>ao.</i> προσέθηκα, <i>ao.2</i> προσέθην;<br /><i>Pass. ao.</i> προσετέθην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[πρός]], auprès);<br /><b>1</b> placer auprès <i>ou</i> contre, apposer, appliquer sur : κλίμακας πύργοις THC appliquer des échelles contre des tours ; τὸ [[στόμα]] πρὸς τὸ [[στόμα]] XÉN appliquer sa bouche sur celle d’un autre ; <i>avec un seul rég.</i> λίθον OD appliquer une pierre contre ; [[τὰς]] πύλας THC fermer les portes ; <i>fig.</i> attribuer, assigner : [[μέτρον]] ESCHL fixer la mesure ; imputer : αἰτίαν τινί THC à qqn la cause (de qch) ; conférer, accorder ; γυναῖκά τινι HDT une jeune fille pour femme à qqn;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> imposer : ἀτιμίην τινί HDT infliger un déshonneur à qqn ; τὸ καρτερόν ESCHL faire violence;<br /><b>3</b> remettre, livrer, abandonner : πόλιν THC livrer une ville ; ᾍδῃ [[δέμας]] EUR livrer un corps à Hadès;<br /><b>4</b> causer, produire : ὄκνον πολύν SOPH causer une grande hésitation;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], outre) placer en outre ; ajouter : φερνάς EUR donner une dot outre (la femme) ; νοσοῦντι νόσον EUR envoyer une nouvelle maladie à un malade;<br /><i><b>Moy.</b></i> προστίθεμαι (<i>f.</i> προσθήσομαι, <i>ao.</i> προσεθηκάμην, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> poser vers <i>ou</i> contre, porter vers : ψῆφόν τινι ESCHL donner son suffrage à qqn, voter en faveur de qqn ; ψῆφον πρ. [[ἐναντίον]] τινί THC voter contre qqn ; πόλεμόν τινι HDT porter la guerre à qqn ; μῆνίν τινι HDT décharger sa colère sur qqn;<br /><b>2</b> approcher de soi, attirer vers soi <i>ou</i> sur soi : δάμαρτα SOPH prendre une épouse ; τὸν δῆμον HDT se concilier le peuple ; φίλον τινά HDT se concilier l’amitié de qqn ; [[ἄχθος]] EUR, [[ἄλγος]] EUR s’attirer une peine, une douleur;<br /><b>3</b> ajouter : πρὸς κακοῖσι [[κακόν]] ESCHL un nouveau mal à d’autres maux ; τινα πολέμιον πρὸς τοῖς ἄλλοις XÉN se faire de qqn un ennemi ajouté aux autres;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s’adjoindre à, s’associer à, prendre parti pour ; τινί, se mettre du parti de qqn ; ψήφῳ τινί THC se ranger, par son vote, du côté de qqn ; <i>avec un rég. de chose</i> : [[τῇ]] γνώμῃ HDT donner son assentiment à l’opinion de qqn, approuver l’avis de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |