ἔπαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαρχος''': -ον, (ἀρχὴ) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Κιλίκων [[ἔπαρχος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 327· νεῶν ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1227· ([[οὕτως]] ὁ Cauter ἀντὶ [[ἄπαρχος]]) [[κυβερνήτης]], διοικητὴς χώρας, Πολύβ. 5. 46, 7. 2) ἐν χρήσει εἰς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ praefectus ἐν πάσαις [[αὐτοῦ]] ταῖς σημασίαις, Πολύβ. 11. 27, 2, κτλ.· ἴδε Πίνακας Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 35· [[ἔπαρχος]] τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Πλουτ. Γάλβ. 2· πρβλ. [[αὐτόθι]] 8, 13· [[ἔπαρχος]] Ἑῴας, διοικητὴς τῆς Ἀνατολῆς, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 919. 4· ἀπὸ ἐπάρχων, expraefectus, Συλλ. Ἐπιγρ. 2593 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου, [[ἀξίωμα]] τοῦ ναυάρχου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 838.
|lstext='''ἔπαρχος''': -ον, (ἀρχὴ) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Κιλίκων [[ἔπαρχος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 327· νεῶν ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1227· ([[οὕτως]] ὁ Cauter ἀντὶ [[ἄπαρχος]]) [[κυβερνήτης]], διοικητὴς χώρας, Πολύβ. 5. 46, 7. 2) ἐν χρήσει εἰς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ praefectus ἐν πάσαις [[αὐτοῦ]] ταῖς σημασίαις, Πολύβ. 11. 27, 2, κτλ.· ἴδε Πίνακας Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 35· [[ἔπαρχος]] τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Πλουτ. Γάλβ. 2· πρβλ. [[αὐτόθι]] 8, 13· [[ἔπαρχος]] Ἑῴας, διοικητὴς τῆς Ἀνατολῆς, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 919. 4· ἀπὸ ἐπάρχων, expraefectus, Συλλ. Ἐπιγρ. 2593 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου, [[ἀξίωμα]] τοῦ ναυάρχου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 838.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui est à la tête de, chef, commandant ; <i>à Rome</i> gouverneur d’une province, proconsul, préteur <i>ou</i> propréteur, préfet.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπάρχω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρχος Medium diacritics: ἔπαρχος Low diacritics: έπαρχος Capitals: ΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: éparchos Transliteration B: eparchos Transliteration C: eparchos Beta Code: e)/parxos

English (LSJ)

ον,

   A commander, Κιλίκων A.Pers.327; νεῶν Id.Ag.1227 (Canter for ἄπαρχος); governor of a country, Plb.5.46.7.2. = Lat. praefectus (in all senses), Id.11.27.2, Plu.Flam.1, etc.; ἔ. τεκτόνων or τεχνιτῶν, pracf. fabrum, Id.Cic.38, Brut.51; ἔ. τῆς πόλεως, praef. urbi, D.H.4.82, etc.; ἐ. παρεμβολῶν, praef. castrorum, Gloss.; ἔ. Αἰγύπτου PFay.21 (ii A. D.); ἔ. τῆς αὐλῆς, praef. praetorio, Plu.Galb.2, cf. ib.8, 13; ἔ. Ἑῴας prefect of the East, Epigr.Gr. 919.4 (Sidyma); ἀπὸ ἐπάρχων, ex praefecto, CIG2593 (Gortyn, iv A. D.).    II as Adj., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου the office of admiral, IG14.873 (Misenum, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, der mit dem Oberbefehl betrau't ist, der Vorgesetzte, Befehlshaber; νεῶν Aesch. Ag. 1200; bes. in einer Provinz, τῆς Σουσιανῆς Pol. 5, 46, 7; Τάραντος Plut. Flamin. 1; τεκτόνων, τῶν τεχνιτῶν, Cic. 32 Brut. 51; bei den Römern der Proconsul od. Proprätor, Statthalter der Provinz, Plut. u. A.; τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Galb. 2. Vgl. ὕπαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ἡγεμών, ἀρχηγός, Κιλίκων ἔπαρχος Αἰσχύλ. Πέρσ. 327· νεῶν ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1227· (οὕτως ὁ Cauter ἀντὶ ἄπαρχος) κυβερνήτης, διοικητὴς χώρας, Πολύβ. 5. 46, 7. 2) ἐν χρήσει εἰς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ praefectus ἐν πάσαις αὐτοῦ ταῖς σημασίαις, Πολύβ. 11. 27, 2, κτλ.· ἴδε Πίνακας Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 35· ἔπαρχος τῆς αὐλῆς, praefectus praetorio, Πλουτ. Γάλβ. 2· πρβλ. αὐτόθι 8, 13· ἔπαρχος Ἑῴας, διοικητὴς τῆς Ἀνατολῆς, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 919. 4· ἀπὸ ἐπάρχων, expraefectus, Συλλ. Ἐπιγρ. 2593 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου, ἀξίωμα τοῦ ναυάρχου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 838.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est à la tête de, chef, commandant ; à Rome gouverneur d’une province, proconsul, préteur ou propréteur, préfet.
Étymologie: ἐπάρχω.