ἀποβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλέπω''': μέλλ. -βλέψομαι Λουκ. Ἐνύπν. 12, κτλ.: πρκμ. -βέβλεφα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 10: ― Μέσ., ἐνεστ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47: ἀόρ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 247: ― Παθ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726. Στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ παντὸς ἄλλου πράγματος πρὸς ἕν, [[προσατενίζω]], ἐς ἐμὲ Ἡρόδ. 7. 135· ἐς σ’ ἀποβλέπον Εὐρ. Ἀνδρ. 246, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 162Β, κ. ἀλλ.· ἐς ἀκτὰς Εὐρ. Ἱππ. 1206· ἐς μίαν τύχην ἀπ. ὁ αὐτ. Ἑλ. 267· πρὸς τὸ Ἡραῖον Ἡρόδ. 9. 61, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 431B· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Φαίδων 115C, Φαῖδρ. 231D, κ. ἀλλ. 2) [[προσέχω]] εἴς τι, [[λαμβάνω]] αὐτὸ ὑπ' ὄψιν, [[ἀποβλέπω]], ἐς τὸ κακὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1171· εἰς τὰ κοινὰ Εὐρ. Ἱκ. 422· εἰς τὰ πράγματα ἐπ. φαύλως ἔχοντα Δημ. 26. 17· εἰς τὸ [[κέρδος]] μόνον Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἐπί τι Πλάτ. Φίλ. 61D· κατά τι Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 18. 1· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 477C, κ. ἀλλ.· εἰς τὰ πράγματ’ ἀπ... καὶ πρὸς τοὺς λόγους Δημ. 28. 3· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., Θεόφρ. περὶ Ἰλίγγων 8, Πλούτ. κλ. 3) ἐπὶ τόπου, εἶμαι [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τι [[μέρος]], [[βλέπω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], ἀνδριάντι πρὸς τὴν ὁδὸν… ἀποβλέποντι Δίων Κ. 76. 11· Ρήνου προχοὰς Ἀνθ. Π. 9. 283. 4) [[βλέπω]] [[πρός]] τι [[μετὰ]] στοργῆς, θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, [[βλέπω]] ὡς πρὸς [[ὑπόδειγμα]], [[πρότυπον]], Λατ. observare, suspicere, μετ’ αἰτιατ., οὐ χρὴ… μέγαν ὄλβον ἀπ. Σοφ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. τινὰ Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· ἀλλὰ συνηθέστερον [[μετὰ]] προθέσεως, εἰς ἐμ’ Ἑλλὰς… ἀπ. Εὐρ. Ι. Α. 1378· ἡ σή πατρὶς εἰς σὲ ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 3. 58· οὕτω, ἀπ. [[πρός]] τινα Εὐρ. Ι. Τ. 928, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 30· ἐπὶ ματαιόφρονος ἀνθρώπου, ἀπ. εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· πρὸς δήλωσιν ἐντελοῦς ἐξαρτήσεως ἀπὸ ἑτέρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 289Β· [[ἀποβλέπω]], [[ἀτενίζω]] εἴς τι ἐπὶ κυνὸς ἀτενίζοντος εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν ἀποβλέπων [[ὥσπερ]] [[κύων]] Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33: ― [[βλέπω]] [[μετὰ]] πόθου, ἐς τὸν ἀγρὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 32: ― Παθ. προσβλέπομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726· ὡς [[εὐδαίμων]] ἀπ. Λουκ. Νιγρ. 13. πρβλ. Ἐνύπνιον 11. 5) ἀλλ’ εἴς γε τοιόνδ’ ἄνδρ’ ἀποβλέψας μόνον τροπαῖον [[αὐτοῦ]] στήσομαι [[πρέσβυς]] περ ὤν, καὶ ἓν μόνον [[βλέμμα]] νὰ ῥίψω ἐπ’ [[αὐτοῦ]] θὰ τὸν καταβάλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 762. ΙΙ. [[ἀποστρέφω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Δίων Χρυσ. σ. 272.
|lstext='''ἀποβλέπω''': μέλλ. -βλέψομαι Λουκ. Ἐνύπν. 12, κτλ.: πρκμ. -βέβλεφα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 10: ― Μέσ., ἐνεστ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47: ἀόρ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 247: ― Παθ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726. Στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ παντὸς ἄλλου πράγματος πρὸς ἕν, [[προσατενίζω]], ἐς ἐμὲ Ἡρόδ. 7. 135· ἐς σ’ ἀποβλέπον Εὐρ. Ἀνδρ. 246, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 162Β, κ. ἀλλ.· ἐς ἀκτὰς Εὐρ. Ἱππ. 1206· ἐς μίαν τύχην ἀπ. ὁ αὐτ. Ἑλ. 267· πρὸς τὸ Ἡραῖον Ἡρόδ. 9. 61, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 431B· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Φαίδων 115C, Φαῖδρ. 231D, κ. ἀλλ. 2) [[προσέχω]] εἴς τι, [[λαμβάνω]] αὐτὸ ὑπ' ὄψιν, [[ἀποβλέπω]], ἐς τὸ κακὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1171· εἰς τὰ κοινὰ Εὐρ. Ἱκ. 422· εἰς τὰ πράγματα ἐπ. φαύλως ἔχοντα Δημ. 26. 17· εἰς τὸ [[κέρδος]] μόνον Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἐπί τι Πλάτ. Φίλ. 61D· κατά τι Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 18. 1· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 477C, κ. ἀλλ.· εἰς τὰ πράγματ’ ἀπ... καὶ πρὸς τοὺς λόγους Δημ. 28. 3· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., Θεόφρ. περὶ Ἰλίγγων 8, Πλούτ. κλ. 3) ἐπὶ τόπου, εἶμαι [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τι [[μέρος]], [[βλέπω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], ἀνδριάντι πρὸς τὴν ὁδὸν… ἀποβλέποντι Δίων Κ. 76. 11· Ρήνου προχοὰς Ἀνθ. Π. 9. 283. 4) [[βλέπω]] [[πρός]] τι [[μετὰ]] στοργῆς, θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, [[βλέπω]] ὡς πρὸς [[ὑπόδειγμα]], [[πρότυπον]], Λατ. observare, suspicere, μετ’ αἰτιατ., οὐ χρὴ… μέγαν ὄλβον ἀπ. Σοφ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. τινὰ Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· ἀλλὰ συνηθέστερον [[μετὰ]] προθέσεως, εἰς ἐμ’ Ἑλλὰς… ἀπ. Εὐρ. Ι. Α. 1378· ἡ σή πατρὶς εἰς σὲ ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 3. 58· οὕτω, ἀπ. [[πρός]] τινα Εὐρ. Ι. Τ. 928, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 30· ἐπὶ ματαιόφρονος ἀνθρώπου, ἀπ. εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· πρὸς δήλωσιν ἐντελοῦς ἐξαρτήσεως ἀπὸ ἑτέρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 289Β· [[ἀποβλέπω]], [[ἀτενίζω]] εἴς τι ἐπὶ κυνὸς ἀτενίζοντος εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν ἀποβλέπων [[ὥσπερ]] [[κύων]] Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33: ― [[βλέπω]] [[μετὰ]] πόθου, ἐς τὸν ἀγρὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 32: ― Παθ. προσβλέπομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726· ὡς [[εὐδαίμων]] ἀπ. Λουκ. Νιγρ. 13. πρβλ. Ἐνύπνιον 11. 5) ἀλλ’ εἴς γε τοιόνδ’ ἄνδρ’ ἀποβλέψας μόνον τροπαῖον [[αὐτοῦ]] στήσομαι [[πρέσβυς]] περ ὤν, καὶ ἓν μόνον [[βλέμμα]] νὰ ῥίψω ἐπ’ [[αὐτοῦ]] θὰ τὸν καταβάλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 762. ΙΙ. [[ἀποστρέφω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Δίων Χρυσ. σ. 272.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποβλέψομαι, <i>ao.</i> ἀπέβλεψα, <i>pf. inus.</i><br />regarder à distance ; jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[κατά]] et l’acc. ; <i>particul.</i> avoir les yeux fixés avec admiration <i>ou</i> avec respect, acc. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβλέπομαι avoir les yeux fixés sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βλέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλέπω Medium diacritics: ἀποβλέπω Low diacritics: αποβλέπω Capitals: ΑΠΟΒΛΕΠΩ
Transliteration A: apoblépō Transliteration B: apoblepō Transliteration C: apovlepo Beta Code: a)poble/pw

English (LSJ)

fut.

   A -βλέψομαι Luc.Somn.12, etc., but -βλέψω HeroSpir.2.34: pf.-βέβλεφα Antip.Stoic.3.254 codd. Stob.:—Med., pres., Luc.VH2.47 (v.l.): aor., Sch.Od.12.247:—Pass., Ar.Ec.726:—look away from all other objects at one, gaze steadfastly, ἐς ἐμέ Hdt.7.135; εῐς σε E.Andr.246, cf. Pl.Chrm.162b, al.; ἐς ἀκτάς E.Hipp.1206; ἐς μίαν τύχην Id.Hel. 267; πρὸς τὸ Ηραιον Hdt.9.61, cf.Pl.R.431b; πρός τινα Id.Phd.115c, Phdr.234d, al.    2 pay attention to, regard, ἐς τὸ κακόν Ar.Ra. 1171; πρὸς τὰ κοινά E.Supp.422; εἰς τὰ πράγματα ἀ. φαύλως ἔχοντα D. 2.29; εἰς τὸ κέρδος μόνον Demetr.Com.Vet.4; εἰς τὴν μισθαποδοσίαν Ep.Hebr.11.26; ἐπί τι Pl.Phlb.61d; κατάτι Luc.DMort.18.1; πρός τι Pl.R.477c,al.; εἰς τὰ πράγματα καὶ πρὸς τοὺς λόγους ἀ. D.3.1: c. acc., Thphr.Vert.8, Plu.Luc.26, etc.    3 of places, etc., look, face in a particular direction, πρὸς ὁδόν D.C.76.11 (of a statue); Ρήνου προχοάς AP9.283 (Crin.); ἐπὶ τὴν ἀνατολήν J.AJ11.5.5.    4 look upon with love, wonder or admiration, look at as a model, c. acc., οὐ χρὴ . . μέγαν ὄλβον ἀ. S.Fr.593; ἀ. τινά Luc.Vit.Auct.10, cf. D.19.265; προϊόντα ἴσα θεῷ ἀπέβλεπον Philostr.VA5.24; more freq. with a Prep., εἰς ἔμ' Ελλὰς . . ἀ. E.IA1378; ἡ σὴ πατρὶς εἰς σὲ ἀ. X.HG6.1.8,cf. Th.3.58; εἰς τὴν εὐσέβειαν τῆς θεοῦ SIG867.11 (Ephesus); so ἀ. πρός τινα E.IT928, X.Mem.4.2.30, Thphr.Char.2.2; of a vain person, ἀ. εἰς τὴν ἑαντῆς σκιάν X.Mem.2.1.22; of entire dependence, πάντα ἀ. εἰς τὸν ἐραστήν Pl.Phdr.239b; εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν X.An. 7.2.33; look longingly, ἐς τὸν ἀγρόν Ar.Ach.32:—Pass., to be looked up to, Id.Ec.726, Aeschin.Socr.Fr.56D.; ὡς εὐδαίμων ἀ. Luc.Nigr. 13, cf.Somn.11.    5 ἐς τοιόνδ' ἀποβλέψας μόνον τροαῖον αὐτοῦ στήσομαι with a single look, E.Andr.762.    II look away, D.Chr.21.13: c.gen., Philostr.Im.1.1; ἀ. ἀπ' ἀμφοτέρων face both ways, dub. in X.HG2.3.31; ἀπὸ τοῦ συμφέροντος Antip.l.c.    III Med., look at each other, ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602.

German (Pape)

[Seite 297] seine Blicke auf etwas richten, hinansehen, πρός τι od. εἴς τι, Plat. Phaedr. 234 d 239 b u. öfter; δεῦρο Ar. Nubb. 91; ἑκατέρωσε Plat. Rep. VI, 501 b; κατά τι Luc. D. Mort. 18, 1; τί Plut. Lucull. 26; – dah. a) berücksichtigen, beachten, ἀποβλέψατε ἐς πατέρων θήκας Thuc. 3, 58; πρὸς ἀνθρώπων δόξας Plat. Parm. 130 e; εἰς Ὅμηρον Conv. 209 d; πρὸς τὴν δόξαν Isocr. 1, 17, u. sehr oft sonst; πρός τινα, Einen zur Richtschnur seiner Handlungen machen, Xen. An. 3, 1, 36; ἡ πατρὶς εἰς σὲ ἀποβλέπει, sieht auf dich, setzt seine Hoffnungen auf dich, Hell. 6, 1, 4; vgl. Mem. 4, 2, 7. 30. – b) bewundern, Eur. I. A. 1378; pass., Ar. Eccl. 726; ὡς εὐδαίμων ἀποβλέπεσθαι Luc. Nigr. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλέπω: μέλλ. -βλέψομαι Λουκ. Ἐνύπν. 12, κτλ.: πρκμ. -βέβλεφα Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 10: ― Μέσ., ἐνεστ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47: ἀόρ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 247: ― Παθ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726. Στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ παντὸς ἄλλου πράγματος πρὸς ἕν, προσατενίζω, ἐς ἐμὲ Ἡρόδ. 7. 135· ἐς σ’ ἀποβλέπον Εὐρ. Ἀνδρ. 246, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 162Β, κ. ἀλλ.· ἐς ἀκτὰς Εὐρ. Ἱππ. 1206· ἐς μίαν τύχην ἀπ. ὁ αὐτ. Ἑλ. 267· πρὸς τὸ Ἡραῖον Ἡρόδ. 9. 61, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 431B· πρός τινα ὁ αὐτ. Φαίδων 115C, Φαῖδρ. 231D, κ. ἀλλ. 2) προσέχω εἴς τι, λαμβάνω αὐτὸ ὑπ' ὄψιν, ἀποβλέπω, ἐς τὸ κακὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1171· εἰς τὰ κοινὰ Εὐρ. Ἱκ. 422· εἰς τὰ πράγματα ἐπ. φαύλως ἔχοντα Δημ. 26. 17· εἰς τὸ κέρδος μόνον Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἐπί τι Πλάτ. Φίλ. 61D· κατά τι Λουκ. Νεκρικ. Διάλογ. 18. 1· πρός τι Πλάτ. Πολ. 477C, κ. ἀλλ.· εἰς τὰ πράγματ’ ἀπ... καὶ πρὸς τοὺς λόγους Δημ. 28. 3· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., Θεόφρ. περὶ Ἰλίγγων 8, Πλούτ. κλ. 3) ἐπὶ τόπου, εἶμαι ἐστραμμένος πρός τι μέρος, βλέπω πρός τι μέρος, ἀνδριάντι πρὸς τὴν ὁδὸν… ἀποβλέποντι Δίων Κ. 76. 11· Ρήνου προχοὰς Ἀνθ. Π. 9. 283. 4) βλέπω πρός τι μετὰ στοργῆς, θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, βλέπω ὡς πρὸς ὑπόδειγμα, πρότυπον, Λατ. observare, suspicere, μετ’ αἰτιατ., οὐ χρὴ… μέγαν ὄλβον ἀπ. Σοφ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. τινὰ Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ προθέσεως, εἰς ἐμ’ Ἑλλὰς… ἀπ. Εὐρ. Ι. Α. 1378· ἡ σή πατρὶς εἰς σὲ ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 3. 58· οὕτω, ἀπ. πρός τινα Εὐρ. Ι. Τ. 928, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 30· ἐπὶ ματαιόφρονος ἀνθρώπου, ἀπ. εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰν αὐτόθι 2. 1, 22· πρὸς δήλωσιν ἐντελοῦς ἐξαρτήσεως ἀπὸ ἑτέρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 289Β· ἀποβλέπω, ἀτενίζω εἴς τι ἐπὶ κυνὸς ἀτενίζοντος εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ κυρίου του, εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν ἀποβλέπων ὥσπερ κύων Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33: ― βλέπω μετὰ πόθου, ἐς τὸν ἀγρὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 32: ― Παθ. προσβλέπομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 726· ὡς εὐδαίμων ἀπ. Λουκ. Νιγρ. 13. πρβλ. Ἐνύπνιον 11. 5) ἀλλ’ εἴς γε τοιόνδ’ ἄνδρ’ ἀποβλέψας μόνον τροπαῖον αὐτοῦ στήσομαι πρέσβυς περ ὤν, καὶ ἓν μόνον βλέμμα νὰ ῥίψω ἐπ’ αὐτοῦ θὰ τὸν καταβάλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 762. ΙΙ. ἀποστρέφω τοὺς ὀφθαλμούς, Δίων Χρυσ. σ. 272.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποβλέψομαι, ao. ἀπέβλεψα, pf. inus.
regarder à distance ; jeter les yeux sur, avoir les yeux fixés sur, acc. ou εἰς ou κατά et l’acc. ; particul. avoir les yeux fixés avec admiration ou avec respect, acc. ou εἰς ou πρός et l’acc.;
Moy. ἀποβλέπομαι avoir les yeux fixés sur, acc..
Étymologie: ἀπό, βλέπω.