ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολόγος Medium diacritics: ἀργυρολόγος Low diacritics: αργυρολόγος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: argyrológos Transliteration B: argyrologos Transliteration C: argyrologos Beta Code: a)rgurolo/gos

English (LSJ)

ον, (λέγω)

   A levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².