ἀπόλαυσις: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόλαυσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπολαύειν, [[ἀπόλαυσις]] ὡς καὶ νῦν Θουκ. 2. 38. ΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς ἀπολαύσεως, [[ἡδονή]], [[τέρψις]], αἱ ἀπ. αἱ σωματικαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 23, πρβλ. Ἡθ. Ν. 7. 4, 2· ὁ κατ' ἀπόλαυσιν [[βίος]], ὁ ἐν ἡδοναῖς [[βίος]], ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 5, 9, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. ἡ ἔκ τινος [[ὠφέλεια]], σίτων καὶ ποτῶν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 33, πρβλ. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἀγαθῶν Ἰσοκρ. 7Ε· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αἰτ. ἀπόλ.), ὡς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν σὴν ὁμοιότητα, Εὐρ. Ἑλ. 77, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1370· ἀπ. ἑαυτῶν ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 83A· ἀπ. ἀδικημάτων, ἡ [[ὠφέλεια]], ὁ [[καρπὸς]] αὐτῶν, Λουκ. Τυρανν. 5. | |lstext='''ἀπόλαυσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπολαύειν, [[ἀπόλαυσις]] ὡς καὶ νῦν Θουκ. 2. 38. ΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τῆς ἀπολαύσεως, [[ἡδονή]], [[τέρψις]], αἱ ἀπ. αἱ σωματικαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 23, πρβλ. Ἡθ. Ν. 7. 4, 2· ὁ κατ' ἀπόλαυσιν [[βίος]], ὁ ἐν ἡδοναῖς [[βίος]], ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 5, 9, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. ἡ ἔκ τινος [[ὠφέλεια]], σίτων καὶ ποτῶν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 33, πρβλ. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἀγαθῶν Ἰσοκρ. 7Ε· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αἰτ. ἀπόλ.), ὡς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν σὴν ὁμοιότητα, Εὐρ. Ἑλ. 77, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1370· ἀπ. ἑαυτῶν ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 83A· ἀπ. ἀδικημάτων, ἡ [[ὠφέλεια]], ὁ [[καρπὸς]] αὐτῶν, Λουκ. Τυρανν. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de jouir de ; jouissance qu’on retire de qch ; <i>particul.</i> jouissance matérielle, plaisir des sens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολαύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A act of enjoying, fruition, Th.2.38, OGI669.8 (Egypt, i A. D.); ἀ. ἀνεύφραντος Secund.Sent.9. II result of enjoying, pleasure, αἱ ἀ. αἱ σωματικαί Arist.Pol.1314b28, cf. EN 1148a5, etc.; ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος a life of pleasure, Id.Top.102b17. 2 c. gen., aduantage got from a thing, σίτων καὶ ποτῶν X.Mem.2.1.33, cf. Hp.VM11; ἀγαθῶν Isoc.1.27; ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (acc. abs.) as a reward for your resemblance, E.Hel.77, cf. HF1370; ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Pl.Ti.83a; ἀ. ἀδικημάτων advantage, fruit of them, Luc.Tyr.5.
German (Pape)
[Seite 310] ἡ, der Genuß, Thuc. 2, 38; bes. vom Essen u. Trinken, Ath. I, 6 c; σίτων καὶ ποτῶν Xen. Mem. 2, 1, 33; ἑαυτῶν – ἔχειν Plat. Tim. 83 a; ἀγαθῶν Isocr. 1, 27; öfter bei Sp., wie Luc.; auch = Vergeltung, ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν, zur V. für deine Gestalt, Eur. Hel. 76; – τροφῆς, das Gedeihen der Nahrung, Verdauung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλαυσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολαύειν, ἀπόλαυσις ὡς καὶ νῦν Θουκ. 2. 38. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀπολαύσεως, ἡδονή, τέρψις, αἱ ἀπ. αἱ σωματικαὶ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 23, πρβλ. Ἡθ. Ν. 7. 4, 2· ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος, ὁ ἐν ἡδοναῖς βίος, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 5, 9, κτλ. 2) μετὰ γεν. ἡ ἔκ τινος ὠφέλεια, σίτων καὶ ποτῶν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 33, πρβλ. Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἀγαθῶν Ἰσοκρ. 7Ε· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αἰτ. ἀπόλ.), ὡς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν σὴν ὁμοιότητα, Εὐρ. Ἑλ. 77, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1370· ἀπ. ἑαυτῶν ἔχειν Πλάτ. Τίμ. 83A· ἀπ. ἀδικημάτων, ἡ ὠφέλεια, ὁ καρπὸς αὐτῶν, Λουκ. Τυρανν. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jouir de ; jouissance qu’on retire de qch ; particul. jouissance matérielle, plaisir des sens.
Étymologie: ἀπολαύω.