ἀτριβής: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτριβής''': -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ [[ἑπομένως]]: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ [[ἄνευ]] τρίβου, [[ἄβατος]], [[ἄνοδος]], Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, [[ἀπάτητος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· [[καθόλου]], [[πρόσφατος]], [[νέος]], ἀμετα-[[χείριστος]], Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[ἐκλεκτός]], [[σπάνιος]]. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ [[λεπτὸν]] ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, [[ἄπειρος]], τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς [[Πολυδ]]. Ε, 145. | |lstext='''ἀτριβής''': -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ [[ἑπομένως]]: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ [[ἄνευ]] τρίβου, [[ἄβατος]], [[ἄνοδος]], Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, [[ἀπάτητος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· [[καθόλου]], [[πρόσφατος]], [[νέος]], ἀμετα-[[χείριστος]], Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[ἐκλεκτός]], [[σπάνιος]]. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ [[λεπτὸν]] ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, [[ἄπειρος]], τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς [[Πολυδ]]. Ε, 145. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non usé par le frottement ; non endommagé, intact;<br /><b>2</b> non usé par la marche ; non frayé (chemin) ; [[νῆσος]] [[ἀτριβής]] THC île non traversée par des chemins.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A not rubbed: hence, 1 of places, not traversed, pathless, Th.4.8,29, Ph.2.257, al.; of roads, not worn or used, X.An.4.2.8, App.Hisp.62: generally, fresh, new, X.Mem.4.3.13, cf. Cyr.8.7.22 (v.l. ἀκρ-). 2 of the neck, not galled, Pl.Amat. 134b; ἀ. ζεύγλης Babr.37.1. II not practised in, πολεμικῶν ἀγώνων D.H.3.52. Adv. -βῶς Poll.5.145.
German (Pape)
[Seite 389] ές, 1) nicht abgerieben, τράχηλος (Plat.) Riv. 134 b; unbeschädigt, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22, wo aber v. l. ἀκριβής; doch vgl. Mem. 4, 3, 13; ὁδός, unbetreten, dem φανερά entggstzt, An. 4, 2, 8 u. Sp.; so auch von einer Insel, Thuc. 4, 8. – 2) Sp. nicht bewandert, ungeübt worin, πολεμικῶν ἀγώνων Dion. Hal. 3, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτριβής: -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ ἑπομένως: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ ἄνευ τρίβου, ἄβατος, ἄνοδος, Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, ἀπάτητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· καθόλου, πρόσφατος, νέος, ἀμετα-χείριστος, Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν κοινῇ χρήσει, ἐκλεκτός, σπάνιος. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ λεπτὸν ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, ἄπειρος, τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς Πολυδ. Ε, 145.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non usé par le frottement ; non endommagé, intact;
2 non usé par la marche ; non frayé (chemin) ; νῆσος ἀτριβής THC île non traversée par des chemins.
Étymologie: ἀ, τρίβω.