κίνυγμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίνυγμα''': ῑ, τό, ([[κινύσσομαι]]) [[πρᾶγμα]] κινούμενον [[τῇδε]] κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. [[αἰώρημα]]. ― [[κήνυγμα]], κηνύσσεσθαι [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.
|lstext='''κίνυγμα''': ῑ, τό, ([[κινύσσομαι]]) [[πρᾶγμα]] κινούμενον [[τῇδε]] κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. [[αἰώρημα]]. ― [[κήνυγμα]], κηνύσσεσθαι [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />corps suspendu et en mouvement.<br />'''Étymologie:''' κινύσσω.
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίνυγμα Medium diacritics: κίνυγμα Low diacritics: κίνυγμα Capitals: ΚΙΝΥΓΜΑ
Transliteration A: kínygma Transliteration B: kinygma Transliteration C: kinygma Beta Code: ki/nugma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι)

   A anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v. l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.