βαθύς: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰθύς''': εῖα (Ἰων. βαθέᾰ), ύ· θηλ. βαθὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 384, Καλλ. εἰς Δῆλ. 37· γεν. βαθέος, είας (Ἰων. –έης): δοτ. βαθέϊ, -είῃ (Ἰων. –έῃ): -συγκρ. βαθύτερος, ποιητ. [[βαθίων]] (ῑ Ἀττ., ῐ Θεόκρ. 5. 43), Δωρ. [[βάσσων]] (ἃ ἴδε): -ὑπερθ. βαθύτατος, ποιητ. βάθιστος. (Ἐκ τῆς √ ΒΑΘ παράγονται καὶ τὰ [[βάθος]], [[βένθος]] (πρβλ. [[πάθος]], [[πένθος]]), [[βυθός]], [[βυσσός]], [[βῆσσα]]· πρβλ. Σανσκρ. gâh (λούομαι), gahanas ([[βαθύς]]), κτλ.· περὶ τῆς ἀντιστοιχίας ταύτης μεταξὺ τοῦ β καὶ γ ἴδε ἐν ἄρθρ. Β, β ΙΙ.). Βαθὺς ἢ ὑψηλὸς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ θεωροῦντος, ὡς τὸ Λατ. altus, Ὅμ., κ.λ.· βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς, αὐλῆς εὑρισκομένης ἐν τῷ μέσῳ ὑψηλοῦ περιτειχίσματος, Ἰλ. Ε. 142, πρβλ. Ὀδ. Ι. 239· ἠιόνος [[προπάροιθε]] βαθείης, ἐκτεταμένης ἀκτῆς, Ἰλ. Β. 92· [[τάφρος]] Ἰλ. Η. 341 κ. ἀλλ.· κρατὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 149· βαθὺ [[πτῶμα]], [[πτῶσις]] ἐξ ὑψηλοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 796· πλευρὰ βαθυτάτη (κοινῶς βαρυτάτη) ἐπὶ ἀθλητοῦ, Ἀριστοφ. Σφηκ. 1193· παρὰ πεζοῖς ἐπὶ γραμμῆς στρατοῦ, β. [[φάλαγξ]] Ξεν. Λακ. 11, 6· β. [[τομή]], [[πληγή]], βαθεῖα, εἰς βάθους γινομένη, Πλούτ. 2. 231A, Λουκ. Νιγρ. 35· τὰ βαθέα τοῦ πόντου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 1· ἐν τοῖς βαθέσι ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 14, 11 (ἀλλαχοῦ γράφεται βάθεσι ἐκ τοῦ [[βάθος]]). 2) τὴν σύστασιν, [[πυκνός]], ἐπὶ ὀμίχλης, [[ἠέρα]] βαθεῖαν Ἰλ. Φ. 7, πρβλ. Ὀδ. Ι. 144· ἐπὶ ἄμμου, ἀμάθοιο βαθείης Ἰλ. Ε. 587· ἐπὶ ἠροτριωμένης γῆς, νειοῖο βαθείης Κ. 353· β. γῆ, [[ἐναντίον]] πρὸς τὸ πετρῶδες [[ἔδαφος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 657, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 18, 1· πρβλ. | |lstext='''βᾰθύς''': εῖα (Ἰων. βαθέᾰ), ύ· θηλ. βαθὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 384, Καλλ. εἰς Δῆλ. 37· γεν. βαθέος, είας (Ἰων. –έης): δοτ. βαθέϊ, -είῃ (Ἰων. –έῃ): -συγκρ. βαθύτερος, ποιητ. [[βαθίων]] (ῑ Ἀττ., ῐ Θεόκρ. 5. 43), Δωρ. [[βάσσων]] (ἃ ἴδε): -ὑπερθ. βαθύτατος, ποιητ. βάθιστος. (Ἐκ τῆς √ ΒΑΘ παράγονται καὶ τὰ [[βάθος]], [[βένθος]] (πρβλ. [[πάθος]], [[πένθος]]), [[βυθός]], [[βυσσός]], [[βῆσσα]]· πρβλ. Σανσκρ. gâh (λούομαι), gahanas ([[βαθύς]]), κτλ.· περὶ τῆς ἀντιστοιχίας ταύτης μεταξὺ τοῦ β καὶ γ ἴδε ἐν ἄρθρ. Β, β ΙΙ.). Βαθὺς ἢ ὑψηλὸς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ θεωροῦντος, ὡς τὸ Λατ. altus, Ὅμ., κ.λ.· βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς, αὐλῆς εὑρισκομένης ἐν τῷ μέσῳ ὑψηλοῦ περιτειχίσματος, Ἰλ. Ε. 142, πρβλ. Ὀδ. Ι. 239· ἠιόνος [[προπάροιθε]] βαθείης, ἐκτεταμένης ἀκτῆς, Ἰλ. Β. 92· [[τάφρος]] Ἰλ. Η. 341 κ. ἀλλ.· κρατὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 149· βαθὺ [[πτῶμα]], [[πτῶσις]] ἐξ ὑψηλοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 796· πλευρὰ βαθυτάτη (κοινῶς βαρυτάτη) ἐπὶ ἀθλητοῦ, Ἀριστοφ. Σφηκ. 1193· παρὰ πεζοῖς ἐπὶ γραμμῆς στρατοῦ, β. [[φάλαγξ]] Ξεν. Λακ. 11, 6· β. [[τομή]], [[πληγή]], βαθεῖα, εἰς βάθους γινομένη, Πλούτ. 2. 231A, Λουκ. Νιγρ. 35· τὰ βαθέα τοῦ πόντου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 1· ἐν τοῖς βαθέσι ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 14, 11 (ἀλλαχοῦ γράφεται βάθεσι ἐκ τοῦ [[βάθος]]). 2) τὴν σύστασιν, [[πυκνός]], ἐπὶ ὀμίχλης, [[ἠέρα]] βαθεῖαν Ἰλ. Φ. 7, πρβλ. Ὀδ. Ι. 144· ἐπὶ ἄμμου, ἀμάθοιο βαθείης Ἰλ. Ε. 587· ἐπὶ ἠροτριωμένης γῆς, νειοῖο βαθείης Κ. 353· β. γῆ, [[ἐναντίον]] πρὸς τὸ πετρῶδες [[ἔδαφος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 657, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 18, 1· πρβλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>1</b> profond, creux : βαθὺ [[πτῶμα]] ESCHL chute profonde, <i>càd</i> d’un rocher élevé;<br /><b>2</b> qui s’étend en profondeur, <i>càd</i> sur un espace allongé : βαθεῖα [[φάλαγξ]] XÉN ligne de bataille profonde;<br /><b>3</b> qui s’étend en épaisseur, épais, profond : ἀὴρ [[βαθύς]] vapeur <i>ou</i> nuée épaisse ; βαθεῖα [[λαῖλαψ]] IL épais tourbillon d’orage ; [[ἄμαθος]] βαθεῖα IL sable épais <i>ou</i> profond ; [[γῆ]] βαθεῖα EUR terre épaisse, sol riche ; βαθὺ [[λήϊον]] IL moisson abondante ; λειμὼν [[βαθύς]] ESCHL prairie luxuriante ; <i>fig.</i> [[βαθύς]] [[πλοῦτος]] ÉL fortune opulente ; φρὴν βαθεῖα IL, ESCHL esprit profond, <i>càd</i> grave, réfléchi (<i>p. opp. à superficiel, léger, etc.</i>) ; βαθέα ἤθεα HDT caractère profond, <i>càd</i> grave, réfléchi;<br /><b>4</b> <i>en parl. de couleur</i> sombre;<br /><b>5</b> <i>en parl. de la durée</i> qui est au fond, <i>càd</i> à l’extrémité <i>ou</i> dans son plein : βαθὺς [[ὄρθρος]] PLAT point du jour extrême, <i>càd</i> tout à fait le point du jour;<br /><i>Cp.</i> βαθύτερος, <i>poét.</i> [[βαθίων]] ; <i>Sp.</i> βαθύτατος, <i>poét.</i> [[βάθιστος]].<br />'''Étymologie:''' R. Βαθ, être profond ; cf. [[βάθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
βαθεῖα Ion. βαθέᾰ, βαθύ; fem.
A βαθύς Call.Del.37, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ Ion. βαθέῃ: Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ Att., ῐ Theoc.5.43], Dor. βάσσων (q. v.): Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:—deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92; τάφρος 7.341, al.; κρατήρ S.Fr.563; κύλικες Id. Aj.1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp.796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V.1193; of a line of battle, βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35. 2 deep or thick in substance, of a mist, ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7, cf. Od.9.144; of sand, ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587; ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32; of ploughed land, νειοῖο βαθείης Il.10.353; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr.637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc., βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415; βαθὺ λήϊον 2.147, Thgn.107; τοῦ ληΐου τὸ . . βαθύτατον Hdt.5.92.ζ; λειμών A.Pr.652; σῖτος X.HG3.2.17; χλόα E.Hipp.1139 (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41. b deep, of colour, PHolm.21.9: Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13, πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4 (ii A. D.). 3 of quality, strong, violent, βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306. b generally, copious, abundant, β. κλᾶρος Pi.O.13.62; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10; β. οἶκος Call. Cer.113; β. πλοῦτος Ael.VH3.18, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8; στεφάνων β. τέρψις S.Aj.1200 (lyr.); β. κλέος Pi.O. 7.53; κίνδυνος Id.P.4.207; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3; εἰρήνη Id.Tox.36; σιωπή App.Mith.99, BC4.109 (Sup.). 4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound, φρήν Pi.N.4.8; φροντίς A. Supp.407; μέριμνα Pi.O.2.60; βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593; μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg.930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise, β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4; ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9; also, deep, crafty, Men.1001; ἦθος Ph. 2.468. 5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V.216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34; περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e, cf. Paus.4.18.3; βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.514; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.; β. ὥρα ἔτους Charito 1.7. II Adv. -έως Theoc.8.66; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: Sup. βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36. (bṇqu/s, cf. βένθος.)
German (Pape)
[Seite 425] εῖα, ύ, tief, hoch, zunächst von der räumlichen Ausdehnung, von Hom. an überall; auch wie bei uns von der der Front entgegenstehenden Ausdehnung, φάλαγξ, eine tiefe Schlachtordnung, Xen. Hell. 2, 4, 24. 4, 2, 7; Pol. 1, 33 u. Folgde; ähnlich werden erkl. βαθέα ἄγκεα, Il. 20, 490, tief sich hinein erstreckende Thäler, auch αὐλή 5, 142; ἠιών 2, 92. Von tiefen Wnnden, πληγή Luc. Nigr. 35; τομή Plut. san. tu. p. 393. Uebertr., a) anknüpfend an ἄμαθος βαθεῖα, tiefer Sand, Il. 5, 587, drückt es alles Roichliche aus, dicht, dick; νειὸς βαθεῖα 10, 353, mit einer dicken Schicht Fruchterde, also fruchtbar; vgl. β. γῆ Eur. Andr. 637; χώρα Plut. Caes. 39; λήιον Il. 11, 560 u. öfter, wie Hes. Th. 107, was erklärt wird ὑψηλοὺς καὶ εὐτραφεῖς ἔχον στάχυας; ὕλη Il. 5, 555; λειμών Aesch. Prom. 665; χλόα Eur. Hipp. 1138; σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ, hohes Getreide, Xen. Hell. 3, 2, 17; ποία Add. ep. 3 (VI, 228); τρίχες Xen. Cyn. 7, 8; πώγων Luc. Pisc. 41; κλῆρος, reich, Pind. Ol. 13, 60; ἄνδρες, reiche Leute, Xen. Oec. 11, 10; οἶκος Callim. Cer. 114; πλοῦτος Ael. V. H. 3, 18; Μίδεω βάθιον πλουτεῖν, reicher als Midas sein, Tyrt. 3, 6; βαθὺ χρέος, tiefe Schuld, Pind. Ol. 6, 3; κλέος, reicher, großer Ruhm, Pind. Ol. 7, 53; βαθὺ ἐσθλόν, tiefgegründetes Glück, 12, 12. – b) von Zeitbestimmungen, ὄρθρος, hoher Morgen, Plat. Crit. 43 a; Ar. Vesp. 216 u. Sp.; νύξ, tiefe Nacht, Luc. Asin. 34; ἑσπέρα Paus. 4, 18, 3; γῆρας, spätes Alter, Leon. Tar. 71 (VII, 163); vgl. Ar. Nub. 512 προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας. – c) auf den Geist übertr., klug, weise, ernst, wie unser Geistestiefe, φρήν Il. 19, 125; Pind. N. 4, 8; μέριμνα Ol. 2, 60; φροντίς, μηχανή. Aesch. Suppl. 402. 934; ἤθεα βαθύτερα Her. 4. 95, wie Plat. Legg. XI, 930 a, ernstere Sitten; βαθὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 59); so Sp., βαθεῖς ταῖς ψυχαῖς Pol. 6, 24; τὴν παιδείαν βαθύς Luc. Salt. 81; Suid. erkl. βαθύς durch πονηρός aus Men. – d) folgende Uebertragungen schließen sich auch mehr od. weniger ans Deutsche an: λαῖλαψ, heftiger Sturm, Il. 11, 306; ἀήρ, dicke Luft, Od. 9, 144; κίνδυνος Pind. P. 4, 207; τέρψις Soph. Ai. 1179; ἀνάπνευσις Plat. Tim. 92 a; ὕπνος Luc. D. mar. 2, 3; σιγή Tox. 36; εἰρήνη Posid. 18 (VII 170); χρόα, tiefdunkel, Ael. N. A. 3. 17. – Compar. βαθύτερος, p. auch βαθίων; bei Theocr. 5, 43 ist in βάθιον ι kurz; dor. βάσσων, Epicharm.; Superl. βαθ ύτατος u. p. βάθιστος. – Adv. βαθέως, z. B. κοιμᾶσθαι Theocr. 8, 66.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύς: εῖα (Ἰων. βαθέᾰ), ύ· θηλ. βαθὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 384, Καλλ. εἰς Δῆλ. 37· γεν. βαθέος, είας (Ἰων. –έης): δοτ. βαθέϊ, -είῃ (Ἰων. –έῃ): -συγκρ. βαθύτερος, ποιητ. βαθίων (ῑ Ἀττ., ῐ Θεόκρ. 5. 43), Δωρ. βάσσων (ἃ ἴδε): -ὑπερθ. βαθύτατος, ποιητ. βάθιστος. (Ἐκ τῆς √ ΒΑΘ παράγονται καὶ τὰ βάθος, βένθος (πρβλ. πάθος, πένθος), βυθός, βυσσός, βῆσσα· πρβλ. Σανσκρ. gâh (λούομαι), gahanas (βαθύς), κτλ.· περὶ τῆς ἀντιστοιχίας ταύτης μεταξὺ τοῦ β καὶ γ ἴδε ἐν ἄρθρ. Β, β ΙΙ.). Βαθὺς ἢ ὑψηλὸς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ θεωροῦντος, ὡς τὸ Λατ. altus, Ὅμ., κ.λ.· βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς, αὐλῆς εὑρισκομένης ἐν τῷ μέσῳ ὑψηλοῦ περιτειχίσματος, Ἰλ. Ε. 142, πρβλ. Ὀδ. Ι. 239· ἠιόνος προπάροιθε βαθείης, ἐκτεταμένης ἀκτῆς, Ἰλ. Β. 92· τάφρος Ἰλ. Η. 341 κ. ἀλλ.· κρατὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 149· βαθὺ πτῶμα, πτῶσις ἐξ ὑψηλοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 796· πλευρὰ βαθυτάτη (κοινῶς βαρυτάτη) ἐπὶ ἀθλητοῦ, Ἀριστοφ. Σφηκ. 1193· παρὰ πεζοῖς ἐπὶ γραμμῆς στρατοῦ, β. φάλαγξ Ξεν. Λακ. 11, 6· β. τομή, πληγή, βαθεῖα, εἰς βάθους γινομένη, Πλούτ. 2. 231A, Λουκ. Νιγρ. 35· τὰ βαθέα τοῦ πόντου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 1· ἐν τοῖς βαθέσι ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 14, 11 (ἀλλαχοῦ γράφεται βάθεσι ἐκ τοῦ βάθος). 2) τὴν σύστασιν, πυκνός, ἐπὶ ὀμίχλης, ἠέρα βαθεῖαν Ἰλ. Φ. 7, πρβλ. Ὀδ. Ι. 144· ἐπὶ ἄμμου, ἀμάθοιο βαθείης Ἰλ. Ε. 587· ἐπὶ ἠροτριωμένης γῆς, νειοῖο βαθείης Κ. 353· β. γῆ, ἐναντίον πρὸς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 657, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 18, 1· πρβλ.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
1 profond, creux : βαθὺ πτῶμα ESCHL chute profonde, càd d’un rocher élevé;
2 qui s’étend en profondeur, càd sur un espace allongé : βαθεῖα φάλαγξ XÉN ligne de bataille profonde;
3 qui s’étend en épaisseur, épais, profond : ἀὴρ βαθύς vapeur ou nuée épaisse ; βαθεῖα λαῖλαψ IL épais tourbillon d’orage ; ἄμαθος βαθεῖα IL sable épais ou profond ; γῆ βαθεῖα EUR terre épaisse, sol riche ; βαθὺ λήϊον IL moisson abondante ; λειμὼν βαθύς ESCHL prairie luxuriante ; fig. βαθύς πλοῦτος ÉL fortune opulente ; φρὴν βαθεῖα IL, ESCHL esprit profond, càd grave, réfléchi (p. opp. à superficiel, léger, etc.) ; βαθέα ἤθεα HDT caractère profond, càd grave, réfléchi;
4 en parl. de couleur sombre;
5 en parl. de la durée qui est au fond, càd à l’extrémité ou dans son plein : βαθὺς ὄρθρος PLAT point du jour extrême, càd tout à fait le point du jour;
Cp. βαθύτερος, poét. βαθίων ; Sp. βαθύτατος, poét. βάθιστος.
Étymologie: R. Βαθ, être profond ; cf. βάθος.