διάκονος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάκονος''': [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· [[ἄγγελος]], ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) [[ὑπηρέτης]] τῆς ἐκκλησίας, [[διάκονος]], 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = [[διακόνισσα]], Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, [[ὑπηρετικός]], [[χρήσιμος]], Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. [[διάκτορος]] 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[διώκω]]. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, [[κόνις]], ὁ κατασκονισμένος [[ἕνεκα]] τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. [[κονίω]]), εἶνε [[ἀπαράδεκτος]], ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ [[τοὐλάχιστον]] [[ἕνεκα]] τῆς ποσότητος τοῦ α).
|lstext='''διάκονος''': [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· [[ἄγγελος]], ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) [[ὑπηρέτης]] τῆς ἐκκλησίας, [[διάκονος]], 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = [[διακόνισσα]], Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, [[ὑπηρετικός]], [[χρήσιμος]], Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. [[διάκτορος]] 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[διώκω]]. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, [[κόνις]], ὁ κατασκονισμένος [[ἕνεκα]] τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. [[κονίω]]), εἶνε [[ἀπαράδεκτος]], ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ [[τοὐλάχιστον]] [[ἕνεκα]] τῆς ποσότητος τοῦ α).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />serviteur, servante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]] « de tous les côtés, complètement » et thème *-kono que l’on trouve dans le <i>myc.</i> kasikono « ouvrier, compagnon ».
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκονος Medium diacritics: διάκονος Low diacritics: διάκονος Capitals: ΔΙΑΚΟΝΟΣ
Transliteration A: diákonos Transliteration B: diakonos Transliteration C: diakonos Beta Code: dia/konos

English (LSJ)

[ᾱ], Ion. διήκονος, ὁ, later διάκων (q.v.):—

   A servant, Hdt. 4.71,72, PFlor.121.3 (iii A.D.), etc.; messenger, A.Pr.942, S.Ph. 497; ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. Id.Fr.133:—as fem., Ar.Ec.1116, D. 24.197.    2 attendant or official in a temple or religious guild, Inscr.Magn.109,217, IG9(1).486 (Acarnania, ii/i B.C.), 4.774.12 (Troezen, iii B.C.): fem., CIG3037 (Metropolis in Lydia):—esp. in the Christian church, deacon, 1 Ep.Ti.3.8, etc., POxy.1162.3 (iv A.D.): fem., deaconess, Ep.Rom.16.1.    II as Adj., servile, menial, ἐπιστήμη Pl.Plt.290c: irreg. Comp. διᾱκονέστερος Epich.159Ahr. (Cf. ἐγ-κονέω, ἀ-κονιτί.)

Greek (Liddell-Scott)

διάκονος: [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, ὑπηρέτης, θεράπων, Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· ἄγγελος, ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - ὡσαύτως ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) ὑπηρέτης τῆς ἐκκλησίας, διάκονος, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = διακόνισσα, Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, ὑπηρετικός, χρήσιμος, Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. διάκτορος 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ διώκω. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, κόνις, ὁ κατασκονισμένος ἕνεκα τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. κονίω), εἶνε ἀπαράδεκτος, ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἕνεκα τῆς ποσότητος τοῦ α).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
serviteur, servante.
Étymologie: DELG διά « de tous les côtés, complètement » et thème *-kono que l’on trouve dans le myc. kasikono « ouvrier, compagnon ».