δικεῖν: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκεῖν''': ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Εὐρ.· [[πεδόσε]] σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. [[πέσημα]]. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· [[κρᾶτα]] φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· [[ἐντεῦθεν]] [[δίσκος]] (ὡς [[λέσχη]] ἐκ τοῦ [[λέγω]]), καὶ [[ἴσως]] [[δίκτυον]]). | |lstext='''δῐκεῖν''': ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Εὐρ.· [[πεδόσε]] σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. [[πέσημα]]. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· [[κρᾶτα]] φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· [[ἐντεῦθεν]] [[δίσκος]] (ὡς [[λέσχη]] ἐκ τοῦ [[λέγω]]), καὶ [[ἴσως]] [[δίκτυον]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[δίκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
inf. of ἔδῐκον, an aor. used by Pi. and Trag. (the pres.
A δίκει Aristaenet.2.1 is prob. f. l. for δίεπει):—throw, cast, τι Pi.P.9.123, A.Ch.99; πεδόσε σώματα E.Ba.600; χεῖρ' ἐς οὐρανόν Id.HF 498. 2 strike, δ. πέτρῳ Pi.O.10(11).72; κρᾶτα φόνιον . . ὠλένας δικὼν βολαῖς E.Ph.664.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δῐκεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ.· πεδόσε σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. πέσημα. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· ἐντεῦθεν δίσκος (ὡς λέσχη ἐκ τοῦ λέγω), καὶ ἴσως δίκτυον).
French (Bailly abrégé)
v. δίκω.