ἑβδομάς: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑβδομάς''': -άδος, ἡ, ὁ [[ἀριθμὸς]] [[ἑπτά]], Φίλων 1. 21, κτλ. ΙΙ. [[ἄθροισμα]] ἐξ [[ἑπτά]], Ἀνθ. Πλαν. 131. 2) [[χρόνος]] ἑπτὰ ἡμερῶν, [[ἑβδομάς]], Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 17, 2. β) [[περίοδος]] ἑπτὰ ἐτῶν, [[αὐτόθι]] 7. 16, 17, Πλούτ. 2. 909Ε. ΙΙΙ. ἡ ἑβδόμη [[ἡμέρα]], Ἐκκλ. | |lstext='''ἑβδομάς''': -άδος, ἡ, ὁ [[ἀριθμὸς]] [[ἑπτά]], Φίλων 1. 21, κτλ. ΙΙ. [[ἄθροισμα]] ἐξ [[ἑπτά]], Ἀνθ. Πλαν. 131. 2) [[χρόνος]] ἑπτὰ ἡμερῶν, [[ἑβδομάς]], Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 17, 2. β) [[περίοδος]] ἑπτὰ ἐτῶν, [[αὐτόθι]] 7. 16, 17, Πλούτ. 2. 909Ε. ΙΙΙ. ἡ ἑβδόμη [[ἡμέρα]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br />période de sept jours <i>ou</i> de sept ans.<br />'''Étymologie:''' [[ἕβδομος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A the number seven, Ph.1.21, Dam. Pr.264, etc. II a number of seven, APl.4.131 (Antip.(?)). 2 period of seven days, week, Hp.Aph.2.24, LXX Ex.34.22, etc. b period of seven years, Sol.27.7, Arist.Pol.1336b40, Placit.4.11.4; ἐτῶν ἑ. J.AJ3.12.3.
German (Pape)
[Seite 699] άδος, ἡ, die Siebenzahl; δισσὰς ἔκτανον ἑβδομάδας Antipat. 42 (Plan. 131), d. i. 14; bes. = Zahl von sieben Tagen, eine Woche, Arist. H. A. 6, 17 u. bes. Sp.; – Zahl von sieben Jahren, τὴν ἡλικίαν ταῖς ἑβδομάσι μετρεῖν Arist. pol. 7, 16; vgl. Plut. plac. phil. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἑπτά, Φίλων 1. 21, κτλ. ΙΙ. ἄθροισμα ἐξ ἑπτά, Ἀνθ. Πλαν. 131. 2) χρόνος ἑπτὰ ἡμερῶν, ἑβδομάς, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 17, 2. β) περίοδος ἑπτὰ ἐτῶν, αὐτόθι 7. 16, 17, Πλούτ. 2. 909Ε. ΙΙΙ. ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
période de sept jours ou de sept ans.
Étymologie: ἕβδομος.