ἔγκλημα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγκλημα''': τό, ([[ἐγκαλέω]]) [[κατηγορία]], [[αἰτίασις]], ἀφορμὴ μέμψεως, ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις ἔγκλημ᾿ Ἀτρείδαις, [[ὥστε]] θυμοῦσθαι παθών; Σοφ. Φ. 323, Τρ. 361. Ἀντιφῶν 122. 11, κτλ.· ἐγκλήματα ἔχειν τινὸς = ἐγκαλεῖν τινι Θουκ. 1. 26· ἔγκλ. ποιεῖν τι, ποιεῖν τι ἀφορμὴν μομφῆς, ὁ αὐτ. 3. 43· ἐγκλήματα ποιεῖσθαι, φέρειν κατηγορίας, ὁ αὐτ. 1. 126· τὰ ἐγκλ. τὰ ἔς τινα, παράπονα, αἰτιάσεις [[ἐναντίον]] τινός, [[αὐτόθι]] 79· ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι Δημ. 311. 2· γίγνεται ἢ ἔστιν ἔγκλημά μοι [[πρός]] τινα, ἔχω αἰτίας παραπόνου [[ἐναντίον]] τινός, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 6, Λυσ. 118. 10· λύειν [[ἔγκλημα]], ἀναιρεῖν κατηγορίαν, Πολύβ. 2. 52, 4· ἐγκλήματα διαλύεσθαι Θουκ. 1. 140. ΙΙ. ἔγγραφον παράπονον ἢ [[κατηγορία]] εἰσαγομένη ὑπὸ τοῦ κατηγόρου εἰς δικαστήν· ἐν γένει ἐπὶ κατηγοριῶν ἀναγομένων εἰς ἰδιωτικὰς δίκας οὐχὶ δὲ εἰς δημοσίας δίκας (καλουμένας γραφάς)· [[συχν]]. παρ᾿ ἅπασι τοῖς ῥήτορσιν· [[ἔγκλημα]] λαγχάνειν τινί, εἰσφέρειν κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, Δημ. 912. 2, πρβλ. 950. 21., 973. 1., 1006. 16.
|lstext='''ἔγκλημα''': τό, ([[ἐγκαλέω]]) [[κατηγορία]], [[αἰτίασις]], ἀφορμὴ μέμψεως, ἦ γάρ τι καὶ σὺ τοῖς πανωλέθροις ἔχεις ἔγκλημ᾿ Ἀτρείδαις, [[ὥστε]] θυμοῦσθαι παθών; Σοφ. Φ. 323, Τρ. 361. Ἀντιφῶν 122. 11, κτλ.· ἐγκλήματα ἔχειν τινὸς = ἐγκαλεῖν τινι Θουκ. 1. 26· ἔγκλ. ποιεῖν τι, ποιεῖν τι ἀφορμὴν μομφῆς, ὁ αὐτ. 3. 43· ἐγκλήματα ποιεῖσθαι, φέρειν κατηγορίας, ὁ αὐτ. 1. 126· τὰ ἐγκλ. τὰ ἔς τινα, παράπονα, αἰτιάσεις [[ἐναντίον]] τινός, [[αὐτόθι]] 79· ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι Δημ. 311. 2· γίγνεται ἢ ἔστιν ἔγκλημά μοι [[πρός]] τινα, ἔχω αἰτίας παραπόνου [[ἐναντίον]] τινός, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 6, Λυσ. 118. 10· λύειν [[ἔγκλημα]], ἀναιρεῖν κατηγορίαν, Πολύβ. 2. 52, 4· ἐγκλήματα διαλύεσθαι Θουκ. 1. 140. ΙΙ. ἔγγραφον παράπονον ἢ [[κατηγορία]] εἰσαγομένη ὑπὸ τοῦ κατηγόρου εἰς δικαστήν· ἐν γένει ἐπὶ κατηγοριῶν ἀναγομένων εἰς ἰδιωτικὰς δίκας οὐχὶ δὲ εἰς δημοσίας δίκας (καλουμένας γραφάς)· [[συχν]]. παρ᾿ ἅπασι τοῖς ῥήτορσιν· [[ἔγκλημα]] λαγχάνειν τινί, εἰσφέρειν κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, Δημ. 912. 2, πρβλ. 950. 21., 973. 1., 1006. 16.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chef d’accusation, grief, accusation : [[ἔγκλημα]] ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαι porter une accusation ; ἔς τινα contre qqn ; [[ἐν]] ἐγκλήματι γίγνεσθαι DÉM être l’objet d’une accusation ; ἐγκλήματα ἔχειν τινος THC avoir des griefs <i>ou</i> porter des accusations contre qqn ; γίγνεται παισὶ πρὸς ἀλλήλους ἐγκλήματα XÉN il arrive que les enfants s’accusent les uns les autres ; ἐγκλήματα διαλύεσθαι détruire <i>litt.</i> dissoudre des accusations.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαλέω]].
}}
}}