ἕκατος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕκᾰτος''': ὁ, (ἑκὰς) ὁ τοξεύων [[μακράν]], ὡς τὸ [[ἑκηβόλος]], ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Η. 83., Υ 295· ὡς οὐσιαστ., [[ἕκατος]], ὁ, Ἰλ. Α. 385., Υ 71· - θηλ. ἑκάτη, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 676· πρβλ. [[Ἑκάτη]].
|lstext='''ἕκᾰτος''': ὁ, (ἑκὰς) ὁ τοξεύων [[μακράν]], ὡς τὸ [[ἑκηβόλος]], ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Η. 83., Υ 295· ὡς οὐσιαστ., [[ἕκατος]], ὁ, Ἰλ. Α. 385., Υ 71· - θηλ. ἑκάτη, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 676· πρβλ. [[Ἑκάτη]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui frappe au loin (Apollon) ; ὁ Ἕκατος le dieu qui frappe au loin (Apollon).<br />'''Étymologie:''' [[ἑκάς]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκᾰτος Medium diacritics: ἕκατος Low diacritics: έκατος Capitals: ΕΚΑΤΟΣ
Transliteration A: hékatos Transliteration B: hekatos Transliteration C: ekatos Beta Code: e(/katos

English (LSJ)

ὁ, shortd. fr. ἑκατη-βόλος (q.v.), epith. of Apollo, Il.7.83, 20.295 :—as Subst., ἕκατος, ὁ, 1.385,20.71 (connected with ἑκατόν (sc. βέλη) by Simon.26 A) :—fem. ἑκάτη, epith. of Artemis, A.Supp. 676 (lyr.), Corn.ND32.

German (Pape)

[Seite 753] ὁ, weit-, fernhin schießend, Beiwort des Apollo, Il. 7, 83. 20, 295 u. sp. D.; ἑκάτη, Bein. der Artemis, Aesch. Suppl. 661, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκᾰτος: ὁ, (ἑκὰς) ὁ τοξεύων μακράν, ὡς τὸ ἑκηβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Η. 83., Υ 295· ὡς οὐσιαστ., ἕκατος, ὁ, Ἰλ. Α. 385., Υ 71· - θηλ. ἑκάτη, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 676· πρβλ. Ἑκάτη.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui frappe au loin (Apollon) ; ὁ Ἕκατος le dieu qui frappe au loin (Apollon).
Étymologie: ἑκάς.