Ἑλλήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἑλλήνιος''': -α, -ον, = τῷ προηγ., [[Ζεὺς]] Ἑλλ. Ἡρόδ. 9. 7, 1 (ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, Ἑλλάνιε Ζεῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1253)· θεοὶ οἱ Ἑλλ. Ἡρόδ. 5. 49., 92, 7. ΙΙ. Ἑλλήνιον, τό, ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. 2. 178. ΙΙΙ. Ἑλλανία, ἡ, = [[Ἑλλάς]], Εὐρ. Ἑλ. 1147, κτλ.
|lstext='''Ἑλλήνιος''': -α, -ον, = τῷ προηγ., [[Ζεὺς]] Ἑλλ. Ἡρόδ. 9. 7, 1 (ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, Ἑλλάνιε Ζεῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1253)· θεοὶ οἱ Ἑλλ. Ἡρόδ. 5. 49., 92, 7. ΙΙ. Ἑλλήνιον, τό, ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. 2. 178. ΙΙΙ. Ἑλλανία, ἡ, = [[Ἑλλάς]], Εὐρ. Ἑλ. 1147, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> propre aux Grecs, d’origine hellénique;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ Ἑλλήνιον le sanctuaire des Hellènes, en Égypte;<br /><b>2</b> ἡ Ἑλλανία <i>dor.</i> la Grèce.<br />'''Étymologie:''' [[Ἕλλην]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑλλήνιος Medium diacritics: Ἑλλήνιος Low diacritics: Ελλήνιος Capitals: ΕΛΛΗΝΙΟΣ
Transliteration A: Hellḗnios Transliteration B: Hellēnios Transliteration C: Ellinios Beta Code: *(ellh/nios

English (LSJ)

Dor. Ἑλλάνιος [ᾱ] (also in Ar.Eq.1253), α, ον,= foreg., Ζεὺς Ἑ., Ἀθανᾶ Ἑ., Rhetra ap.Plu.Lyc.6 (Συλλ- codd.); Ζεὺς Ἑ. Hdt.9.7.ά, cf.Pi.N.5.10, IG12(5).910 (Tenos), etc.; Ἀθηνᾶ Ἑ. E.Hipp.1121 (lyr.); θεοὶ οἱ Ἑ. Hdt.5.49,92.ή, Luc.Herc.2 codd., Hld.2.23.    II Ἑλλήνιον, τό, Greek factory (with temples of Θεοὶ Ἑλλήνιοι) at Naucratis, Hdt.2.178; also of buildings at Arsinoe and Memphis, BGU133.6 (ii A.D.), Wilcken Chr.221 (iii B.C.).    III Ἑλλανία, ἡ,= Ἑλλάς, E.Hel. 1147 (lyr.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλλήνιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ζεὺς Ἑλλ. Ἡρόδ. 9. 7, 1 (ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, Ἑλλάνιε Ζεῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1253)· θεοὶ οἱ Ἑλλ. Ἡρόδ. 5. 49., 92, 7. ΙΙ. Ἑλλήνιον, τό, ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. 2. 178. ΙΙΙ. Ἑλλανία, ἡ, = Ἑλλάς, Εὐρ. Ἑλ. 1147, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. propre aux Grecs, d’origine hellénique;
II. subst. :
1 τὸ Ἑλλήνιον le sanctuaire des Hellènes, en Égypte;
2 ἡ Ἑλλανία dor. la Grèce.
Étymologie: Ἕλλην.