κάτοιδα: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάτοιδα''': -οισθα: ἀπαρ. [[κατειδέναι]] μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. [[κατῄδη]] (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω [[καλῶς]], ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν [[σαυτοῦ]] πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν [[κατῄδη]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· [[φύλλον]] νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., [[γνωρίζω]] ἐξ ὄψεως, [[ἀναγνωρίζω]], τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ [[γνωρίζω]], ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) [[μετὰ]] μετοχ., γινώσκω [[καλῶς]] ὅτι…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 270· οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ… Εὐρ. Ἱππ. 1245. 6) μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] νὰ…, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Σοφ. Ο. Τ. 1041. | |lstext='''κάτοιδα''': -οισθα: ἀπαρ. [[κατειδέναι]] μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. [[κατῄδη]] (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω [[καλῶς]], ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν [[σαυτοῦ]] πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν [[κατῄδη]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· [[φύλλον]] νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., [[γνωρίζω]] ἐξ ὄψεως, [[ἀναγνωρίζω]], τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ [[γνωρίζω]], ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) [[μετὰ]] μετοχ., γινώσκω [[καλῶς]] ὅτι…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 270· οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ… Εὐρ. Ἱππ. 1245. 6) μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] νὰ…, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Σοφ. Ο. Τ. 1041. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impér.</i> κάτισθι, <i>inf.</i> κατειδέναι;<br /><b>I.</b> connaître à fond, <i>d’où</i><br /><b>1</b> savoir très bien : [[τι]] qch ; κάτισθι μὴ τελῶν SOPH sache bien que tu n’accompliras pas…;<br /><b>2</b> comprendre : [[οὐ]] κάτοιδ’ [[ὅπως]] SOPH <i>ou</i> [[ὅτῳ]] τρόπῳ EUR je ne comprends pas comment;<br /><b>II.</b> reconnaître : τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἶδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
-οισθα, inf. κατειδέναι, part. κατειδώς (Locr. <span class=s
German (Pape)
[Seite 1402] (οἶδα), inf. κατειδέναι, wohl wissen, genau wissen; ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch. Ag. 4; Soph. Phil. 250 u. öfter, wie Eur.; – c. partic., εὖ γέ τοι κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τροχοὺς Ἡλίου τελῶν, daß du nicht mehr viele Tage leben wirst, Soph. Ant. 1051; mit ὅτι u. ὡς, περί τινος οὐδέν Phil. 549; einsehen, verstehen, οὐ κάτοιδ' ὅπως λέγεις Ai. 264.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοιδα: -οισθα: ἀπαρ. κατειδέναι μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. κατῄδη (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω καλῶς, ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν κατῄδη ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· φύλλον νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., γνωρίζω ἐξ ὄψεως, ἀναγνωρίζω, τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω, ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) μετὰ μετοχ., γινώσκω καλῶς ὅτι…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 270· οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ… Εὐρ. Ἱππ. 1245. 6) μετ’ ἀπαρ., γνωρίζω νὰ…, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Σοφ. Ο. Τ. 1041.
French (Bailly abrégé)
impér. κάτισθι, inf. κατειδέναι;
I. connaître à fond, d’où
1 savoir très bien : τι qch ; κάτισθι μὴ τελῶν SOPH sache bien que tu n’accompliras pas…;
2 comprendre : οὐ κάτοιδ’ ὅπως SOPH ou ὅτῳ τρόπῳ EUR je ne comprends pas comment;
II. reconnaître : τινα qqn.
Étymologie: κατά, οἶδα.