ἔμφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμφρων''': -ον, γεν. -ονος, (φρὴν) [[ἐχέφρων]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], ἔχων τὰς φρένας του· - καὶ τοῦτο κατ’ ἀντίθεσιν, 1) πρὸς παράφρονα, σὲ [[Ζεὺς]] τίθησιν ἔμφρονα, σὲ φέρει εἰς τὰς φρένας σου ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος προτείνει ἔγκυον, ὁ δὲ Μαδβίγιος τίθησ’ ἐγκύμονα), Αἰσχύλ. Προμ. 848· [[ἔμφρων]] [[εἰμὶ]] ὁ αὐτ. Χο. 1026· [[ἔμφρων]] καθίσταμαι Σοφ. Αἴ. 306· ποιητὴς... οὐκ [[ἔμφρων]] ἐστὶν Πλάτ. Νόμ. 719C· ἀντὶ μανικῶν... ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν [[αὐτόθι]] 791Β., 3) ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἔτ’ [[ἔμφρων]] Σοφ. Ἀντ. 1237, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 10· ἔμφρ. γίγνεσθαι, ἀναλαμβάνειν ἐκ λιποθυμίας ἢ ληθαργίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοιμωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129. ΙΙ. [[λογικός]], μὲ νοῦν, ζῷα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: - οὕτω καὶ ζωή, [[βίος]] [[ἔμφρων]] Πλάτ. Πολ. 521Α, Τίμ. 36Ε· ἡ πρεσβυτῶν ἔμφρ. παιδιὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 769Α· [[τέχνη]] ἐμφρονεστέρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4. 2) [[νουνεχής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], Θέογν. 1122, Πινδ. Ο. 9, 113, Σοφ. Ο. Τ. 436· ἔμφ. [[σωφροσύνη]] Θουκ. 1. 84· ἔμφρ. [[περί]] τι, συνετὸς [[περί]] τι, Πλάτ. Νόμ. 809D· τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν, τῶν πεπειραμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππάρχῳ 226D: - Ἐπίρρ. ἐμφρόνως, συνετῶς, φρονίμως, ὁ αὐτ. Πολ. 396C, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1: Ὑπερθ. -έστατα, Πλουτ. Ἀντών. 14.
|lstext='''ἔμφρων''': -ον, γεν. -ονος, (φρὴν) [[ἐχέφρων]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], ἔχων τὰς φρένας του· - καὶ τοῦτο κατ’ ἀντίθεσιν, 1) πρὸς παράφρονα, σὲ [[Ζεὺς]] τίθησιν ἔμφρονα, σὲ φέρει εἰς τὰς φρένας σου ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος προτείνει ἔγκυον, ὁ δὲ Μαδβίγιος τίθησ’ ἐγκύμονα), Αἰσχύλ. Προμ. 848· [[ἔμφρων]] [[εἰμὶ]] ὁ αὐτ. Χο. 1026· [[ἔμφρων]] καθίσταμαι Σοφ. Αἴ. 306· ποιητὴς... οὐκ [[ἔμφρων]] ἐστὶν Πλάτ. Νόμ. 719C· ἀντὶ μανικῶν... ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν [[αὐτόθι]] 791Β., 3) ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἔτ’ [[ἔμφρων]] Σοφ. Ἀντ. 1237, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 10· ἔμφρ. γίγνεσθαι, ἀναλαμβάνειν ἐκ λιποθυμίας ἢ ληθαργίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοιμωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129. ΙΙ. [[λογικός]], μὲ νοῦν, ζῷα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: - οὕτω καὶ ζωή, [[βίος]] [[ἔμφρων]] Πλάτ. Πολ. 521Α, Τίμ. 36Ε· ἡ πρεσβυτῶν ἔμφρ. παιδιὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 769Α· [[τέχνη]] ἐμφρονεστέρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4. 2) [[νουνεχής]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], Θέογν. 1122, Πινδ. Ο. 9, 113, Σοφ. Ο. Τ. 436· ἔμφ. [[σωφροσύνη]] Θουκ. 1. 84· ἔμφρ. [[περί]] τι, συνετὸς [[περί]] τι, Πλάτ. Νόμ. 809D· τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν, τῶν πεπειραμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππάρχῳ 226D: - Ἐπίρρ. ἐμφρόνως, συνετῶς, φρονίμως, ὁ αὐτ. Πολ. 396C, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1: Ὑπερθ. -έστατα, Πλουτ. Ἀντών. 14.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>I.</b> qui a conscience de soi-même;<br /><b>II.</b> qui est en possession de sa raison ; qui recouvre la raison;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> doué de raison, raisonnable;<br /><b>2</b> sensé, prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φρήν]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀβέλτερος]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφρων Medium diacritics: ἔμφρων Low diacritics: έμφρων Capitals: ΕΜΦΡΩΝ
Transliteration A: émphrōn Transliteration B: emphrōn Transliteration C: emfron Beta Code: e)/mfrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A in one's mind or senses, sensible: opp.,    1 to one mad, σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα<*> brings thee to thy senses, A.Pr.848; ἔ. εἰμί Id.Ch.1026; ἔ. καθίσταμαι I come to myself, S.Aj.306; ποιητὴς . . οὐκ ἔ. ἐστίν Pl.Lg.719c; ἀντὶ μανικῶν . . ἑξεις ἔμφρονας ἔχειν ib.791b.    2 to one dead, ἔτ' ἔ. S.Ant.1237, cf. Antipho 2.3.2; ἔ. γίγνεσθαι to recover from a swoon or lethargy, Hp.Coac.136.    3 to one asleep, S.E.M.7.129.    II rational, intelligent, ζῷα ἔ., opp. εἴδωλα ἄφρ., X.Mem.1.4.4; also ζωή, βίος ἔ., Pl.R.521a, Ti.36e; ἡ πρεσβυτῶν ἔ. παιδιά Id.Lg.769a; τέχνη -εστέρα Arist.Rh.1359b6; ὅταν ἐς ἥβην ἐξικώμεθ' ἔμφρονες when we come to years of discretion, prob. in S.Fr.583.6.    2 sensible, prudent, Thgn.1126, Pi.O.9.74, S.OT436; ἔ. σωφροσύνη Th.1.84; ἔ. περί τι wise about or in a thing, Pl.Lg.809d; τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐ. ἀνδρῶν experts, Id.Hipparch.226c. Adv. -όνως sensibly, wisely, Id.R.396d, al., Antiph.104: Comp. -έστερον Phalar.Ep.67.3: Sup. -έστατα Plu.Ant.14.

German (Pape)

[Seite 820] ον, bei Besinnung; im Ggstz des Todten, Soph. Ant. 1222; neben ἔμπνους Antiph. 2 γ 2; ἔμφ. γίγνομαι, ich komme zu mir, aus einer Ohnmacht, Hippocr.; Ggstz ἔκφρων, Plut. Pomp. 74; im Ggstz des Wahnsinnes, ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα Aesch. Prom. 850, wie Ch. 1022; ἔμφ. μόλις καθίσταται Soph. Ai. 299; Plat. Tim. 71 e Legg. IV, 719 c; ἕξεις, den μανικαὶ διαθέσεις entgeggstzt, VII, 791 b. – Gew. klug, verständig; Pind. Ol. 9, 80; Soph. O. R. 436; in Prosa oft, von Menschen, Plat., Ggstz ἄφρων, Conv. 194 b (wie ἀβέλτερος Alexis Ath. XIII, 562 b); περί τι, Legg. VII, 809 d; auch ζῷα, Xen. mem. 1, 4, 4; σωφροσύνη Thuc. 1, 84; βίος Plat. Tim. 36 e; τὸ ἔμφρον D. Cass. 41, 31. – Adv. ἐμφρόνως, von Plat. an überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφρων: -ον, γεν. -ονος, (φρὴν) ἐχέφρων, συνετός, φρόνιμος, ἔχων τὰς φρένας του· - καὶ τοῦτο κατ’ ἀντίθεσιν, 1) πρὸς παράφρονα, σὲ Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα, σὲ φέρει εἰς τὰς φρένας σου (ἔνθα ὁ Ἕρμαννος προτείνει ἔγκυον, ὁ δὲ Μαδβίγιος τίθησ’ ἐγκύμονα), Αἰσχύλ. Προμ. 848· ἔμφρων εἰμὶ ὁ αὐτ. Χο. 1026· ἔμφρων καθίσταμαι Σοφ. Αἴ. 306· ποιητὴς... οὐκ ἔμφρων ἐστὶν Πλάτ. Νόμ. 719C· ἀντὶ μανικῶν... ἕξεις ἔμφρονας ἔχειν αὐτόθι 791Β., 3) ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἔτ’ ἔμφρων Σοφ. Ἀντ. 1237, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 10· ἔμφρ. γίγνεσθαι, ἀναλαμβάνειν ἐκ λιποθυμίας ἢ ληθαργίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137· ὡσαύτως ἐπὶ κοιμωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129. ΙΙ. λογικός, μὲ νοῦν, ζῷα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: - οὕτω καὶ ζωή, βίος ἔμφρων Πλάτ. Πολ. 521Α, Τίμ. 36Ε· ἡ πρεσβυτῶν ἔμφρ. παιδιὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 769Α· τέχνη ἐμφρονεστέρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4. 2) νουνεχής, συνετός, φρόνιμος, Θέογν. 1122, Πινδ. Ο. 9, 113, Σοφ. Ο. Τ. 436· ἔμφ. σωφροσύνη Θουκ. 1. 84· ἔμφρ. περί τι, συνετὸς περί τι, Πλάτ. Νόμ. 809D· τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐμφρόνων ἀνδρῶν, τῶν πεπειραμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππάρχῳ 226D: - Ἐπίρρ. ἐμφρόνως, συνετῶς, φρονίμως, ὁ αὐτ. Πολ. 396C, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1: Ὑπερθ. -έστατα, Πλουτ. Ἀντών. 14.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
I. qui a conscience de soi-même;
II. qui est en possession de sa raison ; qui recouvre la raison;
III. p. ext.
1 doué de raison, raisonnable;
2 sensé, prudent, sage.
Étymologie: ἐν, φρήν.
Ant. ἀβέλτερος.