ἑτερόφθαλμος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόφθαλμος''': -ον, [[μονόφθαλμος]], Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας [[ἀλλήλων]] κατὰ τὸ [[χρῶμα]], Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.
|lstext='''ἑτερόφθαλμος''': -ον, [[μονόφθαλμος]], Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας [[ἀλλήλων]] κατὰ τὸ [[χρῶμα]], Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />borgne.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
}}
}}