εὐψυχέω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐψῡχέω''': εἶμαι [[εὔψυχος]], [[θαρραλέος]], Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 19, [[Πολυδ]]. Γ΄, 135. ΙΙ. εὐψύχει, χαῖρε, [[συνήθης]] ἐπιγραφὴ ἐπὶ τάφων, ὡς τὸ Λατ. pia anima!, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244, Συλλ. Ἐπιγρ. 2204, 4467, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[εὐπλοέω]], [[εὐτυχέω]]. | |lstext='''εὐψῡχέω''': εἶμαι [[εὔψυχος]], [[θαρραλέος]], Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 19, [[Πολυδ]]. Γ΄, 135. ΙΙ. εὐψύχει, χαῖρε, [[συνήθης]] ἐπιγραφὴ ἐπὶ τάφων, ὡς τὸ Λατ. pia anima!, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244, Συλλ. Ἐπιγρ. 2204, 4467, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[εὐπλοέω]], [[εὐτυχέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir bon courage ; <i>formule d’épitaphe</i> εὐψύχει (have, pia anima) bon courage ! repose en paix.<br />'''Étymologie:''' [[εὔψυχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be of good courage, Ep.Phil.2.19, J.AJ11.6.9, BGU 1097.15 (i A.D.), Poll.3.135. II εὐψύχει farewell! a common inscr. on tombs, IG12(2).393 (Mytilene), etc. 2 εὐψυχεῖν, = χαίρειν, in a letter of condolence, POxy.115.1 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1111] gutes Muthes, tapfer sein, Poll. 3, 28; – εὐψύχει, have pia anima, rief man den Todten nach u. schrieb es auf die Leichensteine, Ep. ad. 721 bl App. 2441.
Greek (Liddell-Scott)
εὐψῡχέω: εἶμαι εὔψυχος, θαρραλέος, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 19, Πολυδ. Γ΄, 135. ΙΙ. εὐψύχει, χαῖρε, συνήθης ἐπιγραφὴ ἐπὶ τάφων, ὡς τὸ Λατ. pia anima!, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244, Συλλ. Ἐπιγρ. 2204, 4467, κ. ἀλλ.· πρβλ. εὐπλοέω, εὐτυχέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir bon courage ; formule d’épitaphe εὐψύχει (have, pia anima) bon courage ! repose en paix.
Étymologie: εὔψυχος.