θεάομαι: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεάομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[θηέομαι]]· προστ. θεῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· εὐκτ. [[θηοῖο]] (ἀντὶ τοῦ Ἀττ: θεῷο) Ἰλ. Ω. 418· μετοχ. θηεύμενος Ἡρόδ. 7. 146· Ἰων. παρατ. γ΄ ἑν. [[ἐθηεῖτο]] Ἡρόδ. 1. 10, κτλ., ἐθηεῦντο, ὁ αὐτ. 7. 56· Ἐπ. θηεῖτο Ὀδ. Ε. 75, κλ., θηεῦντο Ὅμ. ἀλλὰ (μετ’ αὐξήσ.) ἐθηεύμεσθα Ὀδ. Ι. 218· - μέλλ. θεάσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι· ἀόρ. ἐθεᾱσάμην, Ἐπ., εὐκτ. θηήσαιο, θηήσαιτο, Ὀδ. Ρ. 315, Ε. 74. - Παρ’ Ἡρόδ. τὰ χειρόγρ. [[ἐνιαχοῦ]] ἔχουσι θε- ὡς πρώτην συλλαβήν, ἀλλαχοῦ δὲ θη-· [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι αὐτὸς εἶχεν ἁπανταχοῦ τὸν Ἐπ. τύπον, καὶ ὁ Δινδ. γράφει μέλλ. θηήσεαι ἐν 1. 8, ἀόρ. ἐθηησάμην ἐν 1. 59., 3. 136, κτλ., ὡς καὶ ἐν 1. 11, 30., 3. 23, 24., 4. 87 ([[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. ἔχουσι θη-)· πρκμ. τεθέᾱμαι· - περὶ τῶν Δωρ. τύπων ἴδε [[θάομαι]], [[θαέομαι]], ἀποθ. (θέα). [[Βλέπω]] [[μετὰ]] θαυμασμοῦ, πρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], συνήθ. [[μετὰ]] τῆς σημ. τοῦ θαυμάζειν, θηεῦντο μέγα [[ἔργον]] Ἰλ. Η. 444, πρβλ. Ὀδ. Β. 13· λαοὶ δ’ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Ἰλ. Ψ. 728· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 8, 11, καὶ Ἀττ.· θ. ὄμμασι Εὐρ. Ἴωνι 232· ζήτει τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 797· ἐθεᾶτο... τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι, ἐξήταζε, κατεσκόπευε, Θουκ. 5. 7· θ. κύκλῳ τὴν πόλιν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· θ. τινα τὶ ποιήσει Δημ., κλπ. 2) [[βλέπω]] ὡς οἱ θεαταί, ἰδίως ἐπὶ τῆς σκηνῆς (πρβλ. [[θέατρον]]), Ἰσοκρ. 49C· οἱ θεώμενοι, οἱ θεαταὶ ἐν θεάτρῳ, Ἀριστοφ. Νεφ. 517, Βατρ. 2, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ οἱ μάρτυρες, οἱ παριστάμενοι, Ἀντιφ. 123. 14)· - μεταφ., θ. τὸν πόλεμον, εἶμαι θεατὴς τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 8. 116. 3) θ. τὸ [[στράτευμα]], ἐπιθεωρῶ, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1. 4) [[βλέπω]], [[ἐξετάζω]] τι (διὰ τοῦ νοῦ), τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Φαίδωνι 84Β, πρβλ. Πρωτ. 352Α. ΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐθεάθην [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. ἐννοίας παρὰ μεταγεν., Ψευδο-Καλλισθ. 2. 42., 3. 46, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ις΄, 11· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 3. 38 θεαθὲν εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ὅρασθέν. - Τοῦ ἐνεργ. τύπου θεάω ὑπάρχουσιν ὀλίγα παραδείγματα ἐν τῇ Λακων. διαλέκτῳ Valck. Ἄδωνι σ. 279Β· καὶ πολλὰ παρὰ μεταγεν., ὡς Θεμιστ., Συνέσ., κτλ., Boiss. Φιλοστρ. 421 | |lstext='''θεάομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[θηέομαι]]· προστ. θεῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· εὐκτ. [[θηοῖο]] (ἀντὶ τοῦ Ἀττ: θεῷο) Ἰλ. Ω. 418· μετοχ. θηεύμενος Ἡρόδ. 7. 146· Ἰων. παρατ. γ΄ ἑν. [[ἐθηεῖτο]] Ἡρόδ. 1. 10, κτλ., ἐθηεῦντο, ὁ αὐτ. 7. 56· Ἐπ. θηεῖτο Ὀδ. Ε. 75, κλ., θηεῦντο Ὅμ. ἀλλὰ (μετ’ αὐξήσ.) ἐθηεύμεσθα Ὀδ. Ι. 218· - μέλλ. θεάσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι· ἀόρ. ἐθεᾱσάμην, Ἐπ., εὐκτ. θηήσαιο, θηήσαιτο, Ὀδ. Ρ. 315, Ε. 74. - Παρ’ Ἡρόδ. τὰ χειρόγρ. [[ἐνιαχοῦ]] ἔχουσι θε- ὡς πρώτην συλλαβήν, ἀλλαχοῦ δὲ θη-· [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι αὐτὸς εἶχεν ἁπανταχοῦ τὸν Ἐπ. τύπον, καὶ ὁ Δινδ. γράφει μέλλ. θηήσεαι ἐν 1. 8, ἀόρ. ἐθηησάμην ἐν 1. 59., 3. 136, κτλ., ὡς καὶ ἐν 1. 11, 30., 3. 23, 24., 4. 87 ([[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. ἔχουσι θη-)· πρκμ. τεθέᾱμαι· - περὶ τῶν Δωρ. τύπων ἴδε [[θάομαι]], [[θαέομαι]], ἀποθ. (θέα). [[Βλέπω]] [[μετὰ]] θαυμασμοῦ, πρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], συνήθ. [[μετὰ]] τῆς σημ. τοῦ θαυμάζειν, θηεῦντο μέγα [[ἔργον]] Ἰλ. Η. 444, πρβλ. Ὀδ. Β. 13· λαοὶ δ’ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Ἰλ. Ψ. 728· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 8, 11, καὶ Ἀττ.· θ. ὄμμασι Εὐρ. Ἴωνι 232· ζήτει τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 797· ἐθεᾶτο... τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι, ἐξήταζε, κατεσκόπευε, Θουκ. 5. 7· θ. κύκλῳ τὴν πόλιν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· θ. τινα τὶ ποιήσει Δημ., κλπ. 2) [[βλέπω]] ὡς οἱ θεαταί, ἰδίως ἐπὶ τῆς σκηνῆς (πρβλ. [[θέατρον]]), Ἰσοκρ. 49C· οἱ θεώμενοι, οἱ θεαταὶ ἐν θεάτρῳ, Ἀριστοφ. Νεφ. 517, Βατρ. 2, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ οἱ μάρτυρες, οἱ παριστάμενοι, Ἀντιφ. 123. 14)· - μεταφ., θ. τὸν πόλεμον, εἶμαι θεατὴς τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 8. 116. 3) θ. τὸ [[στράτευμα]], ἐπιθεωρῶ, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1. 4) [[βλέπω]], [[ἐξετάζω]] τι (διὰ τοῦ νοῦ), τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Φαίδωνι 84Β, πρβλ. Πρωτ. 352Α. ΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐθεάθην [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. ἐννοίας παρὰ μεταγεν., Ψευδο-Καλλισθ. 2. 42., 3. 46, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ις΄, 11· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 3. 38 θεαθὲν εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ὅρασθέν. - Τοῦ ἐνεργ. τύπου θεάω ὑπάρχουσιν ὀλίγα παραδείγματα ἐν τῇ Λακων. διαλέκτῳ Valck. Ἄδωνι σ. 279Β· καὶ πολλὰ παρὰ μεταγεν., ὡς Θεμιστ., Συνέσ., κτλ., Boiss. Φιλοστρ. 421 | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-εῶμαι;<br /><i>f.</i> θεάσομαι, <i>ao.</i> ἐθεασάμην, <i>ao. réc. au sens Pass.</i> ἐθεάθην, <i>pf.</i> [[τεθέαμαι]], <i>pqp.</i> ἐτεθεάμην;<br /><b>1</b> contempler, considérer ; <i>p. ext.</i> examiner <i>en gén.</i><br /><b>2</b> être spectateur au théâtre ; [[οἱ]] θεώμενοι les spectateurs ; <i>fig.</i> θ. πόλεμον HDT être spectateur d’une guerre;<br /><b>3</b> passer en revue : [[στράτευμα]] XÉN une armée;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> contempler par l’intelligence;<br /><b>5</b> <i>p. ext.</i> voir.<br />'''Étymologie:''' [[θέα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. and Ion. θηέομαι (v. infr.), Dor. θᾱέομαι, Θάομαι (qq. v.), imper.
A θεῶ Ar.Ach.262; opt. θηοῖο (for Att. θεῷο) Il.24.418; part. θηεύμενος Hdt.7.146: Ion. impf. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Id.1.10, 3.136; Ep. θηεῖτο Od.5.75, etc., θηεῦντο Il.7.444, al., ἐθηεύμεσθα Od.9.218, ἐθεῆτο Hp.Nat.Puer.13, θηέσκετο Poet. ap. Parth.21.2: fut. θεάσομαι [ᾱ], Ion. -ήσομαι: aor. ἐθεᾱσάμην, Ep. opt. θηήσαιο, θηήσαιτο, Od.17.315, 5.74; 3pl. ἐθηήσαντο Euph.51.15; Ion. inf. θεήσασθαι (v.l. θεάσ-) Hdt.1.8: Att. pf. τεθέαμαι X.Cyr.7.5.7: codd. of Hdt. vary betw. θεη- and θηη-: a rare Ion. contr. of θηη- to θη- is found in θησαίατ' Od.18.191, θησάμενος IG12.826:—gaze at, behold, mostly with a sense of wonder, θηεῦντο μέγα ἔργον Il.7.444, cf. Od.2.13; λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il.23.728, cf. Hdt.1.8,11, etc.; θ. τὰ καλά Democr.194; πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Pl.Chrm. 154c; θ. ὄμμασι E.Ion232 (lyr.); ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ar.Th.797 codd.; ἐθεᾶτο . . τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι reconnoitred it, Th.5.7; θ. κύκλῳ τὴν πόλιν X.Cyr.4.5.7: abs., θεᾷ; do you see? Men.Epit. 564. 2 of the mind, contemplate, τὸ ἀληθές Pl.Phd.84b, al. b see clearly, ἵν' ἴδητε καὶ θεάσησθε ὅτι . . D.4.3, cf. Pl.Prt.352a; with relat. clause, ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε D.18.144. 3 view as spectators, esp. in the theatre, Isoc.4.44; οἱ θεώμενοι the spectators, Ar.Ra.2, cf.Nu.518, al. (but also, onlookers, bystanders, Antipho 3.3.7): metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt. 8.116. 4 θ. τὸ στράτευμα to review it, X.Cyr.5.5.1. II Act. θεάω, late, Baillet Tombeaux des rois à Thèbes 1080: elsewh. in imper. θέα Them.Or.3.44b, Jul.Ep.89b, Hsch.: aor. ἐθεάθην in pass. sense, Ps. -Callisth.2.42, Ev.Marc.16.11, Ap.Ty.Ep.49, Just.Nov.133.3.1: pres. θεῶνται Philostr.Her.2.9. (Orig. prob. θᾱϝ έομαι and θᾱϝάομαι, cf. θαῦ-μα.)
German (Pape)
[Seite 1190] (vgl. θάομαι, θηέομαι), sehen, schauen, betrachten; θεᾶσθε πάντες ἄθλιον δέμας Soph. Tr. 1068; πάντα θεᾶσθ' ὄμμασι Eur. Ion 232; θεάσομαι Hipp. 661; bes. ein Schauspiel mit ansehen, dah. οἱ θεώμενοι, die Zuschauer, Ar. Nubb. 510 Plut. 798; ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Th. 797; ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν Her. 1, 8; πόλεμον, den Krieg mit ansehen, 8, 116; πάντες ὥςπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Plat. Charm. 154 c; übertr., geistig betrachten, τὰ ὀνόματα Crat. 411 a, τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ θεῖον Phaed. 84 a; θεῶ δὴ καὶ τὸ μετὰ ταῦτα ἑπόμενον Polit. 298 e; θεασάμενος, ὅτι οὕτως ἔχεις πρὸς τὸ ἀγαθόν Prot. 352 a. – Τὸ θεαθέν, das Gesehene, Thuc. 3, 38, ist f. l. für δρασθέν. – Bei Sp. finden sich einzelne Formen des Activs, bes. θέα, siehe. Die dor. Form s. unter θάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θεάομαι: Ἐπ. καὶ Ἰων. θηέομαι· προστ. θεῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· εὐκτ. θηοῖο (ἀντὶ τοῦ Ἀττ: θεῷο) Ἰλ. Ω. 418· μετοχ. θηεύμενος Ἡρόδ. 7. 146· Ἰων. παρατ. γ΄ ἑν. ἐθηεῖτο Ἡρόδ. 1. 10, κτλ., ἐθηεῦντο, ὁ αὐτ. 7. 56· Ἐπ. θηεῖτο Ὀδ. Ε. 75, κλ., θηεῦντο Ὅμ. ἀλλὰ (μετ’ αὐξήσ.) ἐθηεύμεσθα Ὀδ. Ι. 218· - μέλλ. θεάσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι· ἀόρ. ἐθεᾱσάμην, Ἐπ., εὐκτ. θηήσαιο, θηήσαιτο, Ὀδ. Ρ. 315, Ε. 74. - Παρ’ Ἡρόδ. τὰ χειρόγρ. ἐνιαχοῦ ἔχουσι θε- ὡς πρώτην συλλαβήν, ἀλλαχοῦ δὲ θη-· εἶναι πιθανὸν ὅτι αὐτὸς εἶχεν ἁπανταχοῦ τὸν Ἐπ. τύπον, καὶ ὁ Δινδ. γράφει μέλλ. θηήσεαι ἐν 1. 8, ἀόρ. ἐθηησάμην ἐν 1. 59., 3. 136, κτλ., ὡς καὶ ἐν 1. 11, 30., 3. 23, 24., 4. 87 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσι θη-)· πρκμ. τεθέᾱμαι· - περὶ τῶν Δωρ. τύπων ἴδε θάομαι, θαέομαι, ἀποθ. (θέα). Βλέπω μετὰ θαυμασμοῦ, πρατηρῶ, ἐξετάζω, συνήθ. μετὰ τῆς σημ. τοῦ θαυμάζειν, θηεῦντο μέγα ἔργον Ἰλ. Η. 444, πρβλ. Ὀδ. Β. 13· λαοὶ δ’ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Ἰλ. Ψ. 728· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 8, 11, καὶ Ἀττ.· θ. ὄμμασι Εὐρ. Ἴωνι 232· ζήτει τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 797· ἐθεᾶτο... τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι, ἐξήταζε, κατεσκόπευε, Θουκ. 5. 7· θ. κύκλῳ τὴν πόλιν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· θ. τινα τὶ ποιήσει Δημ., κλπ. 2) βλέπω ὡς οἱ θεαταί, ἰδίως ἐπὶ τῆς σκηνῆς (πρβλ. θέατρον), Ἰσοκρ. 49C· οἱ θεώμενοι, οἱ θεαταὶ ἐν θεάτρῳ, Ἀριστοφ. Νεφ. 517, Βατρ. 2, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ οἱ μάρτυρες, οἱ παριστάμενοι, Ἀντιφ. 123. 14)· - μεταφ., θ. τὸν πόλεμον, εἶμαι θεατὴς τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 8. 116. 3) θ. τὸ στράτευμα, ἐπιθεωρῶ, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1. 4) βλέπω, ἐξετάζω τι (διὰ τοῦ νοῦ), τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Φαίδωνι 84Β, πρβλ. Πρωτ. 352Α. ΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐθεάθην εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. ἐννοίας παρὰ μεταγεν., Ψευδο-Καλλισθ. 2. 42., 3. 46, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ις΄, 11· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 3. 38 θεαθὲν εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ὅρασθέν. - Τοῦ ἐνεργ. τύπου θεάω ὑπάρχουσιν ὀλίγα παραδείγματα ἐν τῇ Λακων. διαλέκτῳ Valck. Ἄδωνι σ. 279Β· καὶ πολλὰ παρὰ μεταγεν., ὡς Θεμιστ., Συνέσ., κτλ., Boiss. Φιλοστρ. 421
French (Bailly abrégé)
-εῶμαι;
f. θεάσομαι, ao. ἐθεασάμην, ao. réc. au sens Pass. ἐθεάθην, pf. τεθέαμαι, pqp. ἐτεθεάμην;
1 contempler, considérer ; p. ext. examiner en gén.
2 être spectateur au théâtre ; οἱ θεώμενοι les spectateurs ; fig. θ. πόλεμον HDT être spectateur d’une guerre;
3 passer en revue : στράτευμα XÉN une armée;
4 fig. contempler par l’intelligence;
5 p. ext. voir.
Étymologie: θέα.