ἱππόκαμπος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππόκαμπος''': ὁ, [[τέρας]] τι ἔχον [[σῶμα]] ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει [[Ποσειδῶν]] [[χάλκεος]], ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον [[ζῷον]], ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἵππος]], Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ. | |lstext='''ἱππόκαμπος''': ὁ, [[τέρας]] τι ἔχον [[σῶμα]] ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει [[Ποσειδῶν]] [[χάλκεος]], ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον [[ζῷον]], ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἵππος]], Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marin <i>ou</i> hippocampe, <i>petit poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κάμπη. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8. 2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.