ἰσάζω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσάζω''': μέλλ. άσω: - Παθ. μέλλ. ἰσασθήσομαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 26: ἀόρ. ἰσάσθην: πρκμ. ἴσασμαι: ([[ἴσος]]). Κάμνω τι ἴσον, [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου ζυγίζοντος, γυνὴ [[χερνῆτις]].. σταθμὸν ἔχουσα.. ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσ’ Ἰλ. Μ. 435· ἰσ. τὰς κτήσεις, ἴσας ποιεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10· [[ὥστε]] τὸ ἄδικον τοῦτο [[ἄνισον]] ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστὴς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 4. πρβλ. 9. 1, 1. - Μέσ., [[θέλω]] νὰ [[κάμνω]] ἐμαυτὸν ἴσον [[πρός]] τινα, οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (δηλ. ἡ Νιόβη) Ἰλ. Ω. 607. - Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[ἴσος]] τινί, θεοῖς Πλάτ. Τίμ. 41C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 9, κ. ἀλλ.· [[μηκέτι]] μὲν ποδὸς [[ἴχνος]] ἰσάζεται, κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Νικ. Θηρ. 286. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἶμαι [[ἴσος]], Πλάτ. Νόμ. 773Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 14, 8, Πολιτικ. 5. 4, 11, κ. ἀλλ. ῑ παρ’ Ὁμήρῳ· ῐ ἐν Νικ. Θηρ. 286, 886. | |lstext='''ἰσάζω''': μέλλ. άσω: - Παθ. μέλλ. ἰσασθήσομαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 26: ἀόρ. ἰσάσθην: πρκμ. ἴσασμαι: ([[ἴσος]]). Κάμνω τι ἴσον, [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου ζυγίζοντος, γυνὴ [[χερνῆτις]].. σταθμὸν ἔχουσα.. ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσ’ Ἰλ. Μ. 435· ἰσ. τὰς κτήσεις, ἴσας ποιεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10· [[ὥστε]] τὸ ἄδικον τοῦτο [[ἄνισον]] ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστὴς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 4. πρβλ. 9. 1, 1. - Μέσ., [[θέλω]] νὰ [[κάμνω]] ἐμαυτὸν ἴσον [[πρός]] τινα, οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (δηλ. ἡ Νιόβη) Ἰλ. Ω. 607. - Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[ἴσος]] τινί, θεοῖς Πλάτ. Τίμ. 41C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 9, κ. ἀλλ.· [[μηκέτι]] μὲν ποδὸς [[ἴχνος]] ἰσάζεται, κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Νικ. Θηρ. 286. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἶμαι [[ἴσος]], Πλάτ. Νόμ. 773Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 14, 8, Πολιτικ. 5. 4, 11, κ. ἀλλ. ῑ παρ’ Ὁμήρῳ· ῐ ἐν Νικ. Θηρ. 286, 886. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἰσάσω : <i>Pass. ao.</i> ἰσάσθην, <i>pf.</i> ἴσασμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> rendre égal, égaliser, acc. ; <i>Pass.</i> être égalisé <i>ou</i> égalé à : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα, à qqn;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être égal à, semblable à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἰσάζομαι devenir <i>ou</i> se rendre égal à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
—Pass., fut.
A ἰσασθήσομαι Arist.EE 1243b31: aor. 1 ἰσάσθην Id.EN1133a14: pf. ἴσασμαι ib.b5: (ἴσος):— make equal, balance, of a person holding scales, σταθμὸν . . καὶ εἴριον . . ἀνέλκει ἰσάζουσ' Il.12.435; ἰ. τὰς κτήσεις to equalize them, Arist.Pol. 1265a38; ἰ. τὸ ἄνισον Id.EN1132a7; τὴν φιλίαν ib.1163b33:—Med., make oneself equal to another, οὕνεκ' ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (sc. Νιόβη) Il. 24.607:—Pass., to be made or to be equal, θεοῖς Pl.Ti.41c: abs., Arist. EN1133a14, al.; μήκει ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται Nic.Th.286; δίστιχα ψήφοισιν ἰσάζεται AP9.356 (Leon.). II intr. in Act., to be equal, Pl.Lg.773a, Arist.EN1154b24; ἀλλήλοις Id.Pol.1304a39. 2 to be even, normal, Hp.Morb.4.49. [ῑ in Hom.; ῐ in Nic.Th.286, 886.]
German (Pape)
[Seite 1262] gleich machen; von einer wägenden Frau, σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il. 12, 435; τὰς κτήσεις Arist. pol. 2, 6; pass., ἀνάγκη πρότερον ὑπάρχειν τὴν ἀνισότητα αὐτοῖς τοῦ ἰσασθῆναι Metaph. 13, 4; ἰσάζεται ψήφοις δίστιχα Leon. Al. 14 (IX, 356); med., sich gleichstellen, gleichachten, Λητοῖ ἰσάσκετο Il. 24, 607; gleichkommen, δι' ἐμοῦ ταῦτα γιγνόμενα θεοῖς ἰσάζοιτ' ἄν Plat. Tim. 41 c; auch im act. intr., gleich sein, Legg. VI, 773 a; Pol. 6, 29, 5; D. Sic. 17, 1. [Hom. braucht ι lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάζω: μέλλ. άσω: - Παθ. μέλλ. ἰσασθήσομαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 26: ἀόρ. ἰσάσθην: πρκμ. ἴσασμαι: (ἴσος). Κάμνω τι ἴσον, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου ζυγίζοντος, γυνὴ χερνῆτις.. σταθμὸν ἔχουσα.. ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσ’ Ἰλ. Μ. 435· ἰσ. τὰς κτήσεις, ἴσας ποιεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10· ὥστε τὸ ἄδικον τοῦτο ἄνισον ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστὴς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 4. πρβλ. 9. 1, 1. - Μέσ., θέλω νὰ κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον πρός τινα, οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (δηλ. ἡ Νιόβη) Ἰλ. Ω. 607. - Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι ἴσος τινί, θεοῖς Πλάτ. Τίμ. 41C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 9, κ. ἀλλ.· μηκέτι μὲν ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται, κατὰ τὸ βάδισμα, Νικ. Θηρ. 286. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἶμαι ἴσος, Πλάτ. Νόμ. 773Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 14, 8, Πολιτικ. 5. 4, 11, κ. ἀλλ. ῑ παρ’ Ὁμήρῳ· ῐ ἐν Νικ. Θηρ. 286, 886.
French (Bailly abrégé)
f. ἰσάσω : Pass. ao. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι;
1 tr. rendre égal, égaliser, acc. ; Pass. être égalisé ou égalé à : τινι ou πρός τινα, à qqn;
2 intr. être égal à, semblable à;
Moy. ἰσάζομαι devenir ou se rendre égal à, τινι.
Étymologie: ἴσος.