ἰσοτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[ἀκριβής]], ἰσοτ. [[μίμημα]] Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων [[τέλος]] εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ [[θάνατος]] καλεῖται [[ἐπίκουρος]] [[ἰσοτέλεστος]], ὁ [[σύμμαχος]] ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται [[μετὰ]] τῆς ἑπομένης λέξεως [[μοῖρα]], ὡς τὸ θανάτου [[μοῖρα]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.
|lstext='''ἰσοτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[ἀκριβής]], ἰσοτ. [[μίμημα]] Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων [[τέλος]] εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ [[θάνατος]] καλεῖται [[ἐπίκουρος]] [[ἰσοτέλεστος]], ὁ [[σύμμαχος]] ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται [[μετὰ]] τῆς ἑπομένης λέξεως [[μοῖρα]], ὡς τὸ θανάτου [[μοῖρα]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’accomplit également pour tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], <i>adj. verb. de</i> [[τελέω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεστος Medium diacritics: ἰσοτέλεστος Low diacritics: ισοτέλεστος Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: isotélestos Transliteration B: isotelestos Transliteration C: isotelestos Beta Code: i)sote/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω)

   A made exactly like, exact, ἰ. μίμημα Nonn.D.18.247.    2 coming at the last to all alike, ἐπίκουρος, of Death, S.OC1220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1267] Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποθνήσκουσιν οἱ τοιοῦτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεστος: -ον, (τελέω) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀκριβής, ἰσοτ. μίμημα Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων τέλος εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ θάνατος καλεῖται ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, ὁ σύμμαχος ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται μετὰ τῆς ἑπομένης λέξεως μοῖρα, ὡς τὸ θανάτου μοῖρα ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’accomplit également pour tous.
Étymologie: ἴσος, adj. verb. de τελέω.