καθεψιάομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθεψιάομαι''': [[πειράζω]], [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, [[μετὰ]] γεν., ὡς [[σέθεν]] αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).
|lstext='''καθεψιάομαι''': [[πειράζω]], [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, [[μετὰ]] γεν., ὡς [[σέθεν]] αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>3ᵉ pl. épq.</i> καθεψιόωνται;<br />se railler de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑψιάομαι]].
}}
}}