κατιθύνω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατῑθύνω''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ [[κατευθύνω]], κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.
|lstext='''κατῑθύνω''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ [[κατευθύνω]], κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.
}}
{{bailly
|btext=diriger, gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰθύνω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῑθύνω Medium diacritics: κατιθύνω Low diacritics: κατιθύνω Capitals: ΚΑΤΙΘΥΝΩ
Transliteration A: katithýnō Transliteration B: katithynō Transliteration C: katithyno Beta Code: katiqu/nw

English (LSJ)

Ion. and Ep. for

   A κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15; κῦμα Mosch.2.121; χεῖρα τοξότιν AP6.188 (Leon.); ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 1401] = κατευθύνω, Mosch. 2, 121; Luc. Tragodop. 56; Alcaeus 12 (Plan. 226).

Greek (Liddell-Scott)

κατῑθύνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.

French (Bailly abrégé)

diriger, gouverner.
Étymologie: κατά, ἰθύνω.