κήλησις: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κήλησις''': -εως, ἡ, [[κατάθελξις]], καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ [[παραμυθία]] αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114. | |lstext='''κήλησις''': -εως, ἡ, [[κατάθελξις]], καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ [[παραμυθία]] αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />charme (de la musique, de la parole, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κηλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bewitching, charming, ἔχεων, νόσων, Pl.Euthd. 290a: enchantment by eloquence, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία ibid.; by music and sweet sounds, Id.R.601b, Stoic.3.97.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.
Greek (Liddell-Scott)
κήλησις: -εως, ἡ, κατάθελξις, καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charme (de la musique, de la parole, etc.).
Étymologie: κηλέω.