λέχοσδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, [[μετὰ]] ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345. | |lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, [[μετὰ]] ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />au lit <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέχος]], -δε. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A to bed, Il.3.447, Od.23.294.
German (Pape)
[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.
Greek (Liddell-Scott)
λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.
French (Bailly abrégé)
adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.