μαντεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαντεῖον''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ [[ἀπόκρισις]], [[μάντευμα]], [[χρησμός]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ [[μαντεῖον]], Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· [[οὕτως]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.
|lstext='''μαντεῖον''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ [[ἀπόκρισις]], [[μάντευμα]], [[χρησμός]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ [[μαντεῖον]], Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· [[οὕτως]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> réponse d’un oracle, oracle;<br /><b>2</b> résidence d’un oracle.<br />'''Étymologie:''' [[μαντεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντεῖον Medium diacritics: μαντεῖον Low diacritics: μαντείον Capitals: ΜΑΝΤΕΙΟΝ
Transliteration A: manteîon Transliteration B: manteion Transliteration C: manteion Beta Code: mantei=on

English (LSJ)

Ion. and Ep. μαντ-ήϊον, τό,

   A oracle, i.e.,    I oracular response, mostly in pl., μαντήϊα Τειρεσίαο Od.12.272, cf. Hes. Fr.134.9, Hdt.2.174, Pl.Ap.33c: sg., Hdt.2.111, 9.33, Phld.Mus. p.87 K.    II seat of an oracle, Heraclit.93, A.Eu.4, Hdt.1.46, Th. 2.17, Isoc.6.17; τὸ Πυθικὸν μ. S.El.33: in pl. of a single shrine, A. Pr.831, E.Ion66.    III method, process of divination, PMag.Lond. 46.1.    IV in pl., rewards of divination, LXX Nu.22.7.

Greek (Liddell-Scott)

μαντεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ ἀπόκρισις, μάντευμα, χρησμός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· οὕτως Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 réponse d’un oracle, oracle;
2 résidence d’un oracle.
Étymologie: μαντεύω.