μυρίζω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠρίζω''': [[χρίω]], [[ἀλείφω]] διὰ μύρου, βούλει μυρίσω σε; Ἀριστοφ. Λυσ. 938· μυρίσασα συγκατέκλεισεν ἀνθ’ αὐτῆς [[λάθρα]] Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς, [[ὁπόταν]] νύμφην ἀγάγησθον Ἀριστοφ. Πλ. 529· - Μέσ., ἀλείφομαι, χρίομαι, Ἀντιφάν ἐν «Μαλθακῇ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15· ἐξ ἀλαβάστου Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· - Παθ., μεμυριασμένοι τὸ [[σῶμα]] Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]], μ. τινί, εἶμαι [[εὐώδης]] ἔκ τινος, Ἡλιόδ. 10. 26. Πρβλ. [[σμυρίζω]]. | |lstext='''μῠρίζω''': [[χρίω]], [[ἀλείφω]] διὰ μύρου, βούλει μυρίσω σε; Ἀριστοφ. Λυσ. 938· μυρίσασα συγκατέκλεισεν ἀνθ’ αὐτῆς [[λάθρα]] Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς, [[ὁπόταν]] νύμφην ἀγάγησθον Ἀριστοφ. Πλ. 529· - Μέσ., ἀλείφομαι, χρίομαι, Ἀντιφάν ἐν «Μαλθακῇ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15· ἐξ ἀλαβάστου Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· - Παθ., μεμυριασμένοι τὸ [[σῶμα]] Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]], μ. τινί, εἶμαι [[εὐώδης]] ἔκ τινος, Ἡλιόδ. 10. 26. Πρβλ. [[σμυρίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=oindre de parfums, parfumer.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A rub with ointment or unguent, anoint, Ar.Lys.938, Alc. Com.23; μύροισιν μ. Ar.Pl.529:—Med., anoint oneself, Antiph.148.5, Men.518.15; ἐξ ἀλαβάστου Alex.62.1:—Pass., μεμυρις μένοι τὸ σῶμα Hdt.1.195, cf. Antiph.190.2, Arist.Mir.832a4; μυρίζεσθαι τὴν κεφαλήν Plu.2.142a. II in Pass. also, μ. τινί to be fragrant with... Hld.10.26. (Cf. σμυρίζω.)
German (Pape)
[Seite 219] salben, besalben; βούλει μυρίσω σε, Ar. Lys. 938; μυρίσαι μύροις, Plut. 529; Her. 1, 195; Antiphan. bei Ath. VIII, 342 e; λίθον, Anacr. 30, 11; μεμυρισμένος, 36, 22; a. Sp.; οἷς ἡ Ἀραβία γῆ μυρίζεται, wovon Arabien duftet, wie von wohlriechenden Salben, Heliod. 10.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρίζω: χρίω, ἀλείφω διὰ μύρου, βούλει μυρίσω σε; Ἀριστοφ. Λυσ. 938· μυρίσασα συγκατέκλεισεν ἀνθ’ αὐτῆς λάθρα Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2 (ἔνθα ἴδε Meineke)· μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς, ὁπόταν νύμφην ἀγάγησθον Ἀριστοφ. Πλ. 529· - Μέσ., ἀλείφομαι, χρίομαι, Ἀντιφάν ἐν «Μαλθακῇ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15· ἐξ ἀλαβάστου Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· - Παθ., μεμυριασμένοι τὸ σῶμα Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, μ. τινί, εἶμαι εὐώδης ἔκ τινος, Ἡλιόδ. 10. 26. Πρβλ. σμυρίζω.
French (Bailly abrégé)
oindre de parfums, parfumer.
Étymologie: μύρον.