μόθαξ: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόθαξ''': -ᾰκος, ὁ, = [[μόθων]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ. | |lstext='''μόθαξ''': -ᾰκος, ὁ, = [[μόθων]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μόθων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.
German (Pape)
[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. μόθων.