ὅδισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅδισμα''': τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου [[γέφυρα]] [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71. | |lstext='''ὅδισμα''': τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου [[γέφυρα]] [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />route, voyage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, πολύγομφον ὅ.
A a way compact with bolts, i.e. Xerxes' bridge over the Hellespont, A.Pers.71 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 292] τό, πολύγομφον, Aesch. Pers. 71, die von Xerxes über den Hellespont geschlagene Schiffbrücke, die vielverbundene Straße.
Greek (Liddell-Scott)
ὅδισμα: τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου γέφυρα ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
route, voyage.
Étymologie: ὁδός.