ὀξύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.
|lstext='''ὀξύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix aiguë, claire <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[φωνή]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνος Medium diacritics: ὀξύφωνος Low diacritics: οξύφωνος Capitals: ΟΞΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oxýphōnos Transliteration B: oxyphōnos Transliteration C: oksyfonos Beta Code: o)cu/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A shrillvoiced, piercing (cf. ὀξύς 11.3), Telest.5 ; of the nightingale, S.Tr.963 (lyr.), Babr.12.3 ; with high-pitched voice, γυναῖκες Alex.Aphr.Pr.1.97 : Comp. -ότερος Arist.HA538b13, GA787b9.

German (Pape)

[Seite 355] mit heller, hoher Stimme; ἀηδών, Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix aiguë, claire ou sonore.
Étymologie: ὀξύς, φωνή.